Κοιτάς τον καθρέφτη γυναίκα, κοιτάς και βλέπεις τις ραγάδες, τις ρυτίδες, τις ουλές. Κοιτάς κι αυτό που βλέπεις σου φαντάζει άσχημο και απαίσιο. Ψάχνεις θεραπείες, ιατρικές, μαγικές, φυτικές. Να νικήσεις τη φύση και τον χρόνο, να ελέγξεις αυτό που είναι η διαδρομή της ίδιας σου της ζωής.

Τι να σου πω για βάλσαμο; Εγώ; Που όσο εσύ ήσουν έγκυος και τρεις μήνες δεν έτρωγες από τις αναγούλες εγώ έτρωγα για δύο; Που όσο εσύ δεν κοιμόσουνα από τις κλωτσιές του παιδιού άλλαζα πλευρό και ροχάλιζα; Που όσο το δέρμα σου τεντωνόταν να χωρέσει τους καρπούς μας, εγώ έκανα χαζά αστεία, λες και ήξερα από πρώτο χέρι το ζόρι που τραβάς; Που όσο εσύ υπέφερες τη διαδικασία της γέννας, του πόνου, των ραφών, των ουλών κλαιγόμουνα που άλλαζα πάνες και γέμιζα τα μπιμπερό; Που μου πήρε μήνες να καταλάβω πως έγινα γονιός, αυτό που εσύ το ένιωσες προτού καν γεννηθούν τα παιδιά; Που από τότε κοιμάσαι με την έγνοια, ελαφρά, μην ξυπνήσουν τα παιδιά και είναι άρρωστα, μην συμβεί τίποτα και δεν είσαι εκεί;

Τι να σου πω; Πως κάθε ουλή, κάθε ραγάδα, κάθε ψεγάδι, είναι ο φόρος τιμής του να είσαι γυναίκα, να είσαι μάνα. Κανένας πατέρας δεν κουβαλά τούτο το βάρος και κανένας πατέρας δεν θα ‘πρεπε να αποστρέφει το βλέμμα του σ’ αυτά. Πως κάθε ρυτίδα είναι το κόστος της έγνοιας του να κρατάς ένα πλάσμα ζωντανό, υγιές και ευτυχισμένο.

Τι να σου πω; Ίσως την αλήθεια, πως είσαι τόσο όμορφη όσο τη μέρα που σε γνώρισα, στολισμένη με τα παράσημα του έρωτα και της ζωής, ανθισμένη σαν αμυγδαλιά του Μάρτη που μοσχοβολά στα πράσινα λιβάδια. Τι να σου πω; Πως σ’ αγαπώ ακόμη περισσότερο από τότε γιατί το τίμημα του έρωτα είναι δυσανάλογο πάντα στην γυναίκα.

Γονυπετής υποκλίνομαι στο μεγαλείο σου: γυναίκα, μάνα, ταίρι!