«Η σατραπεία» του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη (1910)

Τι συμφορά, ενώ να είσαι καμωμένος για τα ωραία και μεγάλα έργα,

η άδικη αυτή σου τύχει πάντα ενθάρρυνση κι επιτυχία να σε αρνείται

να σ’ εμποδίζουν ευτελείς συνήθειες, και μικροπρέπειες, κι αδιαφορίες.

Και τί φρικτή η μέρα που ενδίδεις, (η μέρα που αφέθηκες κι ενδίδεις),

και φεύγεις οδοιπόρος για τα Σούσα,

και πηγαίνεις στον μονάρχην Αρταξέρξη που ευνοϊκά σε βάζει στην αυλή του,

 και σε προσφέρει σατραπείες και τέτοια.

Κι εσύ τα δέχεσαι με απελπισία,

και αυτά τα πράγματα που δεν τα θέλεις.

 Άλλα ζητεί η ψυχή σου, γι’ άλλα κλαίει τον έπαινο του Δήμου και των Σοφιστών,

τα δύσκολα και τ’ ανεκτίμητα Εύγε την Αγορά, το Θέατρο, και τους Στεφάνους.

Αυτά πού θα σ’ τα δώσει ο Αρταξέρξης,

αυτά πού θα τα βρεις στη σατραπεία και τι ζωή χωρίς αυτά θα κάμεις;

Το ποίημα αυτό το έγραψε ο Καβάφης το 1910. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι το ποίημα αποτελεί έναν μονόλογο. Αλλά σε ποιον πραγματικά μιλούσε ο ποιητής; Κάθε φορά που το διαβάζω μου δημιουργεί έντονο προβληματισμό η «Σατραπεία». Περνώντας τους τοίχους έναν-έναν μπορούμε να καταλάβουμε την κραυγή του ποιητή μέσα από τνο μονόλογό του. Η κεντρική ιδέα του ποιήματός βασίζεται σε έντονες αντιθέσεις. 

Από την αρχή κιόλας ξεκινάει το ποίημα σαν ένα πένθιμο εμβατήριο, ό,τι η ψυχή σου λαχταράει και πολλά πράγματα αλλά η ζωή τα φέρνει αλλιώς. Στη συνέχεια, μας αναλύει, ότι ο άνθρωπος, είναι φτιαγμένος για μεγάλα πράγματα, ίσως είναι το σοφότερο ανώτερο ον που υπάρχει. Αλλά η ευτελείς συγκυρίες δεν τον αφήνουν στην ολοκληρωτική φώτιση του πνεύματος του.  Γι’ αυτό ξεκινά ο ποιητής μας με τη λέξη «τι συμφορά», εννοεί, να είσαι φτιαγμένος για μεγάλα ιδανικά και η ίδια σου η ζωή να σε αποτρέπει.

Έπειτα ο Καβάφης συνεχίζει με έναν αυτοσαρκασμό για το σύγχρονο άνθρωπο. Καταφτάνει στο βασίλειο του Αρταξέρξη που με βάση την ελληνική μυθολογία, και οποιοσδήποτε δεν ήταν Έλληνας ήταν βάρβαρος καταδέχεται την σατραπεία του. Και εκεί, στο βασίλειο του δέχεται τα πάντα σε υλικά αγαθά, τόση είναι η απληστία του. Τα πράγματα όμως, που του έδινε ο βάρβαρος, ήταν εντελώς αχρείαστα για την εξύψωση της ψυχής του.

Συνεχίζει ο Καβάφης, λέγοντας ότι ψυχή του κλαίει, επειδή ο άνθρωπος βεβηλώνεται ψυχικά και νιώθει κορεσμό, μόνο με υλικά αγαθά που του προσφέρει ο βάρβαρος και χάνει τα ιδανικά που ήταν προορισμένος να κάνει.

Οι τελευταίοι στίχοι για μένα είναι οι πιο καθηλωτικοί, γιατί όντως ο άνθρωπος εγκαταλείπει τα όνειρά του και τον προορισμό του και ζει μια απλή ζωή δίπλα στον βάρβαρο, συνειδητοποιεί ότι έχει μια ζωή κενή δίχως ηθικές αξίες. Αλλά ήταν η εύκολη λύση και πιο εύκολο μονοπάτι να ακολουθήσει και γι’ αυτό ο ποιητής στο τέλος αναρωτιέται τι ζωή θα ζήσει από δω και πέρα ο σύγχρονος άνθρωπος. Χωρίς όνειρα χωρίς κάποια προοπτική ψυχής ανάπτυξης.

Ας επιστρέψουμε όμως τον ποιητή, Κωνσταντίνο Καβάφη που θεωρείται από τους κορυφαίους Έλληνες ποιητές. Τα ποιήματά του είχαν πάντα μία θλιμμένη μελωδία. Χυμούς και αρώματα από την από Ανατολή μέχρι την Αλεξάνδρεια, μια ζεστασιά που στο τέλος αφήνει μια κρυάδα γεμάτο αντιθέσεις. Όμως, σαν καλλιτέχνης όσο ήταν εν ζωή, είχε αδικηθεί από τους υπόλοιπους χωρίς να αναγνωριστεί το ταλέντο του. Σήμερα, διδάσκονται τα ποιήματά του στα σχολεία αλλά και σε πανεπιστήμια.

Εσάς, ποιο είναι το αγαπημένο σας ποίημα;