Κάτι μικρές ευαισθησίες…

Όπως να δεις το κουρασμένο γκαρσόνι και να μη ζητήσεις κάτι επιπλέον από αυτό.

Κάτι απότομες ματιές με αγνώστους, επειδή τους βοήθησες με μια μικρή πράξη καλοσύνης εκεί που δεν το περίμεναν.

Επειδή, χωρίς να μιλήσεις έδειξες τη δέουσα ενσυναίσθηση.

Τους έδωσες τη θέση στην ουρά, σήκωσες το αντικείμενο που τους έπεσε, έκανες μια ανθρώπινη παύση στο άγχος που σε κυνηγά.

Σε κυνηγά ανελέητα και κάποτε γίνεσαι απότομος και σκληρός από κεκτημένη ταχύτητα, επειδή τρέχεις, επειδή δεν προλαβαίνεις να κοιτάξεις τους ανθρώπους στα μάτια.

Προχωράς μηχανικά, βιαστικά και ασυναίσθητα προσπερνάς τον άνθρωπο…

Αυτόν που κρύβεται πίσω από τσακισμένα χαμόγελα, από σφιγμένα μέτωπα και πονεμένο στομάχι. Όπως το δικό σου.

Κάτι τέτοιες, όμως, μικρές στιγμές ευαισθησίας που υπήρξες συνειδητός στο παρόν και κοίταξες τον διπλανό άνθρωπο, ένιωσες έστω για δευτερόλεπτα το πρόβλημα του, κράτησες για λίγο το διάχυτο βάρος της ανθρωπότητας στα χέρια σου.

Γιατί αν τέτοιες στιγμές αλληλεγγύης πλήθαιναν και πλήθαιναν, ο πόνος ίσως του ανθρώπου καταμεριζόταν.

Όπως γίνεται με τον καταμερισμό της εργασίας του.

Αυτό το φευγαλέο αίσθημα ευφορίας, επειδή είδες τον άνθρωπο κι αυτός σε είδε πραγματικά είναι ανεκτίμητο.

Σε υπενθυμίζει πού και πού την αληθινή σού ταυτότητα.

Αυτή του ανθρώπου…