Κτύπησε το κουδούνι.

Δευτέρα, πρώτη περίοδο.

Σέρνοντας πήγα στην τάξη.

Μπήκα με μούτρα.

«Καθίστε», διέταξα με αυστηρό ύφος.

«Παίρνω παρουσίες, ετοιμάστε βιβλία για έλεγχο».

Άρχισα να λέω τα ονόματα και να τικκάρω στο βαθμολόγιο μου

όσους δεν είχαν βιβλία και τετράδια.

«Ανοίξτε βιβλία σελ.35».

Με ρομποτικές κινήσεις σηκώθηκα να γράψω στον πίνακα.Τα παιδιά να σιγομουρμουρίζουν.

Γύρισα και τους αγριοκοίταξα, με νεύρα.

Μέχρι το μεσημέρι έπρεπε να πληρώσω το ρεύμα, €291 ευρώ.

Είχα πολλά νεύρα.

«Όποιος μασάει τσίχλα να την πετάξει τώρα».

Δεν κουνήθηκε κανείς.

Συνέχισα το μάθημα.

Στα δέκα λεπτά πιάνει το μάτι μου τον Γιώργο να μασάει τσίχλα.

Τα πήρα.

Ακολούθησε το παραλήρημά μου,

«και δεν σέβεστε…

και το σχολείο έχει κανονισμούς…

και εσείς είστε μαθητές και οφείλετε να τους τηρείτε

και μπλα μπλα μπλα…».

Ο μονόλογος της τρελής!

Τα παιδιά να με βλέπουν σαστισμένα.

Ο Γιώργος σιγομουρμουρούσε: «και νόμιζα το σχολείο είναι σαν το δεύτερο μας σπίτι».

Μου ήρθε κεραμίδα.

Σώπασα και άρχισα από μέσα μου να λέω την ευχή,

να με ελεήσει ο Θεός και να με φωτίσει σε ό,τι άλλο ξεστομίσω.

«Κλείστε τα βιβλία παιδιά και πάρτε μια κόλλα χαρτί».

«Διαγώνισμα Κυρία;» ξεφώνισαν τρομαγμένα.

«Όχι, παιδιά». «Γράψετε τι είναι το σχολείο για σας».

Το είδα στα μάτια τους, το προκάλεσα, το περίμενα

Έρχεται…

Οι λέξεις ξεσηκώθηκαν και με στήσανε στον τοίχο.

«Το σχολείο είναι άκαρδο… σαν φυλακή…

όλο κανόνες και κανονισμούς…

Δεν μας αφήνει να κάνουμε τίποτα…

Είναι κουραστικό…

Δεν μου αρέσει…

Με πνίγει…

Δεν με ακούει κανένας…».

Έριξα τις άμυνες μου.

Κάθισα ανάμεσα τους.

Τους άφησα να μου πουν τα παράπονά τους.

Δεν μίλησα.

Μονάχα άκουγα.

Κτύπησε το κουδούνι.

Πήρα μαζί μου τα γράμματά τους, τα φύλαξα στη συνείδησή μου.

Δεν χρωστάω μόνο το ρεύμα.

Χρωστάω σε αυτές τις ψυχούλες, τον καλύτερο μου εαυτό!