Καινούρια μέρα και βάζουμε πορεία νότια, να κάνουμε περίπλου του νησιού. Έτσι θα καταλήξουμε στην Μονή του Πανορμίτη, που το ‘χει τάμα ο καπετάνιος, όποτε περνά, να προσκυνά. Μπαίνουμε σε κλειστά κολπάκια, αυτά που απ’ τη στεριά δεν υπάρχει τρόπος να πας, εκτός αν κατέβεις με σκοινί ή αλεξίπτωτο. Βουτάμε ειρηνικά να βαφτιστούμε και σε τούτα τα νερά και τραβάμε μετά για την πορεία. Στο μέγα μοναστήρι αράζουμε, πηδάμε στον μόλο και προσκυνάμε. Να μας προσέχει ο Αρχάγγελος και έχουμε ακόμα δρόμο. Ίσαμε που τέλειωσε η λειτουργία, ο κόσμος βγαίνει και το αρτοποιείο της μονής έχει ξεφουρνίσει τα πιο όμορφα αχνιστά ζυμωτά. Αρπάζουμε λίγα διαλεχτά για το ταξίδι και βάζουμε πλώρη όλο δυτικά, να διασχίσουμε το Αιγαίο οριζόντια  ώσπου να βρούμε άλλο νησί στον δρόμο μας.

Μαγικό το Αιγαίο από ΄δω και μπρος. Δεν υπάρχει μέρος που να μη βλέπεις γύρω σου νησιά. Είσαι στη θάλασσα μα νιώθεις περικυκλωμένος. Τήλος, Κως, Νίσυρος, Χάλκη. Τα βλέπεις όλα με γυμνό μάτι. Μας φέρνει η πορεία νότια της Νισύρου, το ηφαίστειο που έγινε νησί, υψώνεται λες και έχει απλωθεί η λάβα στο Αιγαίο, μέσα απ’ την προαιώνια κατσαρόλα που μαγείρεψε τον κόσμο. Περνάμε κολλητά δίπλα στο νησί, ακολουθώντας την ακτογραμμή. Μα μόλις την περάσαμε, να σου που πιάνει τραμουντάνα, σηκώνει μέχρι εφτά μποφόρ και μας κολλάει στα απανωτά κύματα που χτυπάνε την πλώρη. Για τις επόμενες πέντε τόσες ώρες ξεχάσαμε τι είναι πείνα, το φαΐ στον φούρνο και τι είναι ησυχία. Ώρες που σκάζανε τα κύματα πάνω μας, ώρες που οι δυο μας καπετάνιοι βαστούσαν με μαεστρία το τιμόνι και ας έμεινε το κεντρικό πανί μαγκωμένο και κλειστό. Στο τέλος φτάσαμε καλά και κρυφτήκαμε επιτέλους απ’ τον ανελέητο καιρό πίσω απ’ την Αστυπάλαια και ρίξαμε άγκυρα μέσα στο λιμάνι της Χώρας. Φτιάξαμε το κατάρτι και αφού ξαποστάσαμε για λίγο ανεβήκαμε στα στέκια του λιμανιού. Όμορφο νησί κι η Αστυπάλαια. Το τελευταίο των Δωδεκανήσων, κατά που διασχίζεις δυτικά το Αιγαίο. Φωτισμένη ολόκληρη η πόλη, που κατεβαίνει τους γύρω λόφους μέχρι το λιμάνι. Και «έξυπνη» κιόλας, με φορτιστές για ηλεκτρικά αυτοκίνητα και ηλεκτρικά ταξί. Χέρσα η γη, σχεδόν σε όλα τούτα τα νησιά μα η ομορφιά τους είναι τα όμορφα λευκά σπιτάκια που καβαλούν τους λόφους και κοιτάνε τη θάλασσα. Αιγαίο είναι η θάλασσα κι ο πόθος του νησιώτη να τη βλέπει και να τη δαμάζει. Και απ’ την άλλη ο πόνος του νησιώτη γι’ αυτούς που έφαγε η θάλασσα. Ίσως γι’ αυτό να ‘ναι και οι τόσες εκκλησίες και παρεκκλήσια σπαρμένα σε κάθε όρμο, κάβο και κορφή. Ένα καντήλι να χουν ν’ ανάψουν για όλους αυτούς που περιμένουν ακόμα να γυρίσουν. Τάματα χαμένα στον χρόνο.

Με το χάραμα σηκώνουμε άγκυρα και ξεκινάμε πάλι. Πορεία Δυτικά προς Βορειοδυτικά, κατά τις Κυκλάδες. Ο καιρός δε λέει να φτιάξει, ακόμα μας χτυπούν τα κύματα. Τα φετινά μελτέμια ήρθαν για να μείνουν. Ας είναι, θα το περάσουμε κι αυτό. Στον βορρά μας χαιρετάει η Αμοργός, στο νότο η Ανάφη και η Θήρα, όπου και να ‘σαι ξεπετάγεται και η Ίος απέναντί μας. Στρίβουμε, και στο βάθος μας καλεί η Νάξος μα εμάς σταθμός μας είναι οι μικρές Κυκλάδες, Σχοινούσα και Ηρακλειά. Προσπερνάμε την πρώτη καθώς κάθε της κόλπος ήταν γεμάτος με κότερα τεράστια, μεγάλα, μικρά και καταλήγουμε στη δεύτερη. Δένουμε στο λιμάνι τ’ Άη Γιώργη, δίπλα απ’ εκεί που δένει και το πλοίο της γραμμής και αμολιόμαστε στο χωριό. Όλο το νησί εκατό πενήντα μόνιμοι κάτοικοι, τρία χωριά και ένα λιμανάκι. Ανεβαίνουμε στον λόφο του οικισμού πάνω στην ώρα που φτάνει το πλοίο της γραμμής και ακούγεται η μπουρού του. Ίσα που προλάβαμε ακόμα ένα ηλιοβασίλεμα να ζωγραφίζει τα λευκά σπιτάκια του Αιγαίου. Όσο πιο πολύ ανεβαίνεις τις Κυκλάδες, γίνονται πιο μπλε οι πόρτες και τα παράθυρα, μπλε νησάκια στην άσπρη θάλασσα των σπιτιών τους.

Την άλλη αυγή, ξεκούραστοι, χορτάτοι, ανοίγουμε πανιά και φεύγουμε. Όλο δυτικά. Νάξος, Πάρος και Αντίπαρος φεύγουν αργά αργά στα δεξιά μας, Ίος, Σίκινος, Φολέγανδρος από τ’ αριστερά.

Καθώς ξεγλιστρήσαμε απ’ τη σκιά της Αντιπάρου, φουσκώνει τη θάλασσα ο άτιμος βοριάς! Πάλι χτυπάει αλύπητα το κύμα κι ο αγέρας, τα όργανα δείχνουν έξι και εφτά, ακόμα και ριπές των οχτώ μποφόρ. Ο καπετάνιος ίσιος, σταθερός, φοράει τη νιτσεράδα και βαστά στέρεα το τιμόνι. Κάνει ελιγμούς αποφυγής, ζιγκ ζαγκ ανάμεσα στις ασταμάτητες ορδές των κυμάτων. Στην ώρα αλλάζει με τον δεύτερο, εξίσου μαέστρο καπετάνιο. Εμείς; Εμείς κοινοί θνητοί ή μάλλον στεριανοί, κρυβόμαστε πίσω από γωνιές, παγώνοντας στης θάλασσας το σπρέι. Το βάσανο ευτυχώς μικρό. Μέχρι το μεσημέρι φτάνουμε στον Πλατύ Γιαλό της Σίφνου. Λιμάνι ανάποδο, κοιτάει τον Νοτιά και έρχεται απ’ το βουνό αγέρας κατεβάτης. Τόσο που μοιάζει το νερό μέσα στο λιμάνι σαν λάδι που τηγανίζεις ψάρια. Χοροπηδάει ασταμάτητα. Περνάει ήρεμα κι εδώ η ώρα μας. Μια γύρα στο λιμάνι, καλό φαΐ, καλαμπούρια, ποτό και πίσω στο καράβι για ύπνο κάτω από τ’ αστέρια.