Είναι που οι συνθήκες της ζωής μας αναγκάζουν καμιά φορά να λοξοδρομήσουμε. Χάνουμε τον έλεγχο μέσα από τα χέρια μας είτε γιατί εμπιστευτήκαμε λάθος συνοδοιπόρους, είτε γιατί αξιολογήσαμε με αφέλεια και επιπολαιότητα κάποια γεγονότα, είτε γιατί βιαστήκαμε να αποφασίσουμε και να πράξουμε, επάνω στον πανικό, την ανάγκη για επιβίωση, την επιθυμία για δημιουργία.

Κι όταν αρχίσουν να προκύπτουν λάθη, πίστεψέ με, πέφτουν τα προβλήματα βροχή, πλημμυρίζει ο τόπος με ανοιχτά μέτωπα, με θέματα που διεκδικούν τη λύση τους, με ερωτήματα που απλά πρέπει να απαντηθούν. Πέλαγος σωστό και νιώθεις μόνος σου και αισθάνεσαι ότι σε έχουν ζώσει τα φίδια. Το νοίκι που πρέπει να πληρώσεις, τη δόση στην τράπεζα για το αυτοκίνητο, το φροντιστήριο του παιδιού, την εγχείρηση που επιβάλλεται να κάνεις κι όλο αναβάλλεις, τους γονείς σου που πρέπει να περιθάλψεις…και πάει λέγοντας.  Κι απομακρύνεσαι δίχως να το καταλάβεις, από την πιάτσα των φίλων, από τα πηγαδάκια των συνεργατών, από την οικογένειά σου, αλλά κι από τον ίδιο σου τον εαυτό.  Κλείνεσαι σε ένα σκοτάδι ψυχής, που ενώ σε τρομάζει στην αρχή, μετά αρχίζει να σ’ αρέσει και γουστάρεις αυτή τη μοναξιά και λαχταράς απεγνωσμένα τη στιγμή που θα βρεθείς στο γκρι δωμάτιο και θα κάτσεις αναπαυτικά στην φαρδιά πολυθρόνα σου και θα κοιτάς με θαυμασμό το ταβάνι. Και η πλάκα είναι, πως σου ΄χουν φύγει όλες οι τύψεις που ένιωθες παλιά επειδή απομόνωνες τον εαυτό σου από τον έξω κόσμο. Σου αρέσει, σε τρελαίνει αφάνταστα όλο αυτό το σκηνικό της μαυρισούρας. 

Παίρνεις το κομπιουτεράκι κι αρχίζεις τις λογιστικές πράξεις του πόσο έφταιξε ο ένας, πόσο πλήρωσε ο άλλος, πόσο σου χρωστάνε, τι δανεικά κι αγύριστα έχεις δώσει και το μυαλό σου μεγάλε θολώνει, το αίμα σου ανεβαίνει στο κεφάλι, θες να ουρλιάξεις, να ζητήσεις τα σπασμένα, να διεκδικήσεις εκείνο το κομμάτι από την πίτα που σου φάγανε, εκείνο ρε που δούλεψες με τον ιδρώτα σου, με τον κόπο σου, με την ψυχή σου. Απαντήσεις δεν υπάρχουν, θολώνεις παραπάνω, μπερδεύεσαι. Από πού να πιαστείς, πώς να κρατηθείς… «Είναι κανείς εδώ;» Φωνάζεις απεγνωσμένα.

Αφήνεις το μυαλό σου να ηρεμήσει, το σώμα σου που νιώθει τσιτωμένο, κοιτάς τα χέρια σου που έχουν μουδιάσει, ανοιγοκλείνεις τα μάτια σου με μικρές παύσεις. Ζητάς εκείνη την αναθεματισμένη την ελπίδα, εκείνο το κομμάτι της ζωής σου που κλείδωσες έξω από το δωμάτιο τιμωρίας όπου χώθηκες σαν πεντάχρονο. Θες να τα πιάσεις και πάλι απ’ την αρχή, να βάλεις μια σειρά. Σωστή σειρά όμως τούτη τη φορά. Να αποφύγεις τα λάθη του παρελθόντος, να ξεφύγεις απ’ τις παγίδες που σου στήσανε.  Μόνη σου επιθυμία, είναι να τα μηδενίσεις όλα και να κάνεις πάλι μια νέα αρχή. Μια αρχή που θα πετύχει, που δεν θα δώσει σε κανέναν την ευκαιρία να σε ξαναπιάσει στην μπούκα του…που αν το κάνει να ΄ναι μόνο από τη ζήλια και την ανασφάλειά του.

Καταλαβαίνεις πολύ καλά, μετά από τον πόλεμο που έγινε μέσα σου, ότι μπορεί να έφυγες, μπορεί να εγκατέλειψες, μπορεί  να είπες φωναχτά κλείνοντας την πόρτα, την περιβόητη φράση του τύπου « Ποτέ ξανά », όμως, υποσυνείδητα, ξέρεις, πως αυτό που επιθυμείς όσο τίποτε άλλο, είναι να επιστρέψεις εκεί απ’ όπου ξεκίνησες. Εκεί, που έχτισες τα όνειρά σου, τις πιο τρελές σου επιθυμίες, εκεί που μάτωσες κυριολεκτικά για να δημιουργήσεις με τα δυο σου χέρια, με το μυαλό σου, με τα κότσια σου. 

Και ναι, τώρα πια το έχεις συνειδητοποιήσει.  Έφτασε η ώρα να επιστρέψεις!  Ήρθε η στιγμή να γυρίσεις πίσω, να μηδενίσεις και να ξαναρχίσεις.  Όλοι γυρίζουν!  Κανείς δεν γλιτώνει απ’ αυτή τη διαδικασία.  Φεύγεις, μόνο και μόνο επειδή πικράθηκες,  επειδή σου πήραν την ψυχή, επειδή απογοητεύτηκες, θύμωσες και σιχάθηκες… Όταν ηρεμήσει η φουρτούνα που έχεις μέσα σου, θα δεις που θα γυρίσεις, πρώτα – πρώτα για να πάρεις πίσω την ψυχή σου κι ύστερα για να ολοκληρώσεις αυτό που άφησες καταμεσής του δρόμου..ακόμα κι αν πρέπει να το γκρεμίσεις και να το χτίσεις απ’ την αρχή, αλλά θα γυρίσεις!