Τελευταία μέρα του Ιούλη, ώρα δεύτερη πρωινή, φορτώνουμε τα πράγματα στο πλοίο. Έναν σάκο ο καθένας, τελευταίες προμήθειες και εξαρτήματα. Βγάζουμε παπούτσια απ’ τη στεριά να μην πληγώσουμε το ντεκ, παρκάρουμε τα προσωπικά μας στην κουκέτα, λύνουμε σκοινιά, σηκώνουμε τα μπαλόνια και τραβάμε άγκυρα. Ο καπετάνιος έχει ξεκινήσει τη μηχανή και μας βγάζει με μαεστρία απ’ τη μαρίνα. Η πόλη ήσυχη κοιμάται μες το ολόφωτο σκέπασμα της. Για λίγες ώρες στην πορεία, την κοιτούμε και μας βλέπουν, πιθανόν, κάποιοι ακοίμητοι στεριανοί. Νωχελικά καπνίζοντας σε σκοτεινά μπαλκόνια, ονειρευόμενοι κι αυτοί, ίσως, κάποιο ταξίδι.

Μας βρίσκει η ανατολή μόλις περάσουμε πλάι στο Κάβο Γάτα, πάμε αργά με μηχανή, κρατώντας την στεριά δεξιά μας. Σαν να αιωρούμαστε πάνω στα ήρεμα νερά με τ’ όμορφο σκαρί μας. Πλησιάζοντας στην Πάφο, ανοίγουμε προς την θάλασσα. Έχει ύπουλα νερά, γεμάτα με λογής λογής τις ξέρες και υφάλους. Βλέπουμε από μακριά το κάστρο και το λιμάνι, ποιος ξέρει; Ίσως κάποιος εκεί μας χαιρετά. “Στο καλό καραβάκι, με πρίμα καιρό!”

Τραβάμε παράλληλα με την ακτή, ίσαμε τον Άγιο Γεώργιο της Πέγειας και μετά ανοιγόμαστε στο πέλαγος. Μέχρι που πια, είμαστε μόνοι εκεί μέσα στο απέραντο γαλάζιο. Η θάλασσα μας αγαπάει ακόμα, λάδι το κύμα και ο αέρας φιλικός. Αμολάμε το καλάμι μας να περάσει η ώρα και ώσπου να το καταλάβουμε, έχουμε πιάσει τέσσερεις τόνους χωρίς πολλά πολλά.

Το βράδυ κατεβαίνει αργά και μας σκεπάζει, εκεί στην όμορφη και ήσυχη Θάλασσα του Λεβάντε και κρατάει κρυμμένο στον κόρφο του ένα μυστικό για να μας αποκαλύψει. Σα φύγει και το τελευταίο πορφυρό του ηλιοβασιλέματος και απλωθεί σκοτάδι παντού, κοιτάς ψηλά και απαντάς τον υπέροχο και λαμπερό μας Γαλαξία. Βλέπεις αστερισμούς, πλανήτες και κυρίως εκείνον τον δρόμο της διαστρικής σκόνης, σαν γάλα να ξεχύνεται ανάμεσα τους. Δεν θυμάμαι πότε ήταν η τελευταία φορά που είδα τον Γαλαξία, στην χώρα μου ίσως τότε που ήμουνα παιδί, τον έκρυψε πια η φωτορύπανση του λαμπερού πολιτισμού μας. Ίσως πριν καμιά δεκαετία στα ψηλά οροπέδια του Μεξικού, χαμένος σ’ ένα ράντζο, παλιά ιστορία που ίσως κάποτε την πω. Μα τώρα είναι εδώ και μας μαγεύει, ολόδικος μας, μια θάλασσα ολάκερη και μόνο το δικό μας φαναράκι αναβοσβήνει ίσα τουλάχιστον με ‘κει που φτάνει το μάτι μας, ως τον ορίζοντα. Εκείνη η μαγική, θολή γραμμή των οριζόντων που τόσο αγάπησε ο δικός μου αγαπημένος, ο Νίκος Καββαδίας. Σαράντα-πέντε ολόκληρα χρόνια έκανα για να διασχίσω τούτο το ιδανικό μέρος το πάντα μετακινούμενο και πάντοτε άπιαστο. Σαράντα-εφτά χρόνια από τότε που ο ίδιος ο Καββαδίας σταμάτησε να είναι ναυτικός και ονειροπόλος. Που είχε μια κηδεία, σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες. Απόμεινα ώρες να κοιτώ το μαγικό υπερθέαμα και να θυμάμαι όσα ποιήματα του Μαραμπού μπορούσα. Κάπως αποκοιμήθηκα στις σκέψεις μου και ξύπνησα νωρίς νωρίς, ίσα που φτάσαμε δέκα μίλια μακριά απ’ το Καστελόριζο.

Πως βρίσκεται τούτο το νησί, νησάκι δηλαδή, λες κι είναι μες το στόμα του Λύκου; Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Κοιτάς πίσω, δεξιά, αριστερά: Τουρκία. Κοιτάς μπροστά: Ελλάδα. Όμορφα πολύχρωμα σπιτάκια, γραμμή τα εστιατόρια, Ελληνικές σημαίες παντού και από πάνω ορθώνεται τεράστιος ο βράχος του νησιού. Βουτάμε για λίγο στα καταγάλανα νερά, να διώξουμε την κούραση του ταξιδιού και τον ιδρώτα και πάμε για να δέσουμε κάτω στο λιμάνι. Γεμάτο το λιμάνι ιστιοφόρα και ψαρόβαρκες και μια μεγάλη βαρετή θαλάσσια χελώνα τα γυροφέρνει όλα, μήπως ξεκλέψει λίγο φαΐ από κανένα πλήρωμα που, σαν χάνος, στέκει και την κοιτάει.

Ρίξαμε λοιπόν την άγκυρα, δέσαμε φάτσα κάρτα στον κάβο όξω από μια ψαροταβέρνα. Δεν είναι θέμα τύχης, έτσι είναι όλα εκεί, γεμάτο με ταβέρνες και καράβια. Πηδάς απ’ το καράβι, κάθεσαι στο τραπέζι και παραγγέλνεις το φαΐ και το πιοτό σου. Μια χούφτα δρόμοι όλη η πόλη και τους περπατήσαμε ίσως όλους. Ανεβήκαμε στο φρούριο και είδαμε μέχρι την Τουρκιά, τις κορυφές της ανατολής, της λαγγεμένης ανατολής, της χιλιοτραγουδισμένης ανατολής να δεσπόζουνε στο βάθος. Όμορφος τόπος, μικρός ίσαμε μια γειτονιά, μα φιλικός, ακριβώς σαν μια γειτονιά. Κάτσαμε ένα βράδυ και το άλλο πρωί με την αυγή και φρέσκες αχνιστές τυρόπιτες απ’ τον φούρνο, σηκώσαμε πανιά για το επόμενο λιμάνι.

Περάσαμε ανάμεσα στα Ελληνοτουρκικά στενά, με πορεία Βορειοδυτικά, στοχεύοντας το βορειότερο άκρο της Ρόδου. Μεγάλο νησί η Ρόδος, μοιάζει με το δικό μας. Ξενοδοχεία, πλοία, κίνηση. Μα δεν το πλησιάσαμε αρκετά, δεν ήταν ο σκοπός μας. Πηγαίναμε βορειότερα στη Σύμη. Μιας που είχαμε ψαρέψει τόσα ψάρια, κι είχαμε και δρόμο ως το νησί, ανάψαμε τον φούρνο και ετοιμάσαμε τους τόνους, μπας και χορτάσουμε τον κάματο του ναύτη. Αργά το απόγευμα φτάσαμε στο λιμάνι. Κι αυτό, όπως το Καστελόριζο, σαν αμφιθέατρο που κοιτάει την θάλασσα. Σκαρφαλωμένα τα παλιά νεοκλασικά αρχοντικά στον βράχο. Κοιτώντας την αιτία της ύπαρξής τους και του πλούτου τους, το υπέροχο γαλάζιο του Αιγαίου. Κάναμε μια γύρα του λιμανιού να χορτάσει το μάτι μας την κοσμοσυρροή και τα χρώματα και μετά κινήσαμε για κάπου πιο ήρεμα, το μικρό λιμανάκι στο Πεδί. Δυο ταβέρνες όλες κι όλες, ας πούμε πως ρίξαμε κέρμα και διαλέξαμε τη μια. Με τη θάλασσα να μας μουρμουράει δίπλα στ’ αυτί, να απολαμβάνουμε τους καρπούς της με λίγο ούζο και καλή παρέα. Δεν είναι καρτ ποστάλ, δεν είναι διαφήμιση, είναι η πραγματική Ελλάδα σε μια μικρή ακρογιαλιά με λιγοστά τραπέζια. Σαν ήπιαμε, γελάσαμε και κουραστήκαμε πάλι, τραβήξαμε για το σκάφος μας. Αποφάσισα εκείνη την στιγμή πως θα κοιμάμαι πια στο κατάστρωμα. Από τη μια ο σύντροφος στην κουκέτα κι εγώ δίναμε ρεσιτάλ ροχαλητού. Όποιος κοιμόταν δεύτερος θα υπέφερε και αποφάσισα πως είναι μια λύση. Από την άλλη, κοιμάσαι κάτω από τον έναστρο ουρανό και σε ξυπνάει απαλά η ανατολή και των κυμάτων το απαλό, το μουσικό, το χάδι.