Διηγήματα: Ηλιοτρόπιο

Δακρυσμένο φεγγάρι * Απόσπασμα

Η Άρτεμις παντρεύτηκε τον Θανάση σε ηλικία δεκαοκτώ χρονών.  Ήταν μια κοπέλα πανέμορφη. Ξανθιά, με καταγάλανα μάτια. Ένα κορίτσι όμορφα διαπαιδαγωγημένο, με αξίες, ήθος και καλούς τρόπους.  Γνώρισε τον Θανάση μόλις αποφοίτησε από το λύκειο.  Εκείνος, σε αντίθεση με την Άρτεμις, ήταν ένα αγόρι σκληροτράχηλο, μεγαλωμένο εντελώς διαφορετικά από τη γυναίκα του.  Παιδί χωρισμένων γονιών, παραγκωνισμένο από τους γονείς του, που αμέσως μετά το διαζύγιο τράβηξαν χωριστούς δρόμους.  Ένα αγόρι που το μόνο που είχε να θυμάται από τη σχέση των γονιών του ήταν οι φωνές και οι ξυλοδαρμοί. Μεγάλωσε με τους ηλικιωμένους παππούδες του. Τι να πρωτοέκαναν κι εκείνοι;  Τι να πρωτοδούν και τι να πρωτοδιορθώσουν; 

Γνωρίστηκαν σε ένα πάρτι μιας συμμαθήτριας της Άρτεμις.  Ο Θανάσης ήταν μελαχρινός, με μάτια στο χρώμα του μελιού. Όμορφος μεν, άξεστος δε. Παράτησε το σχολείο στη Γ’ Γυμνασίου.  Έμπλεξε με κακές παρέες.  Άρχισε να κάνει χρήση στα δεκατέσσερά του χρόνια, ήταν συνήθως μέσα στα νεύρα, με μούτρα κατεβασμένα. Σπάνια έβλεπες το χαμόγελο στα χείλη του ζωγραφισμένο. Αλλόκοτες συμπεριφορές, που έκαναν τους καημένους του παππούδες του να μαραζώνουν και να νιώθουν ανήμποροι να τον συνετίσουν.  Ο Θανάσης ήταν ένα παιδί σκοτεινό, γεμάτο θυμό, απότομο, κλειστό.  Δούλευε σ’ ένα συνεργείο αυτοκινήτων, όπου έμαθε την τέχνη από τον θείο του τον Μάρκο. 

Όταν γνώρισε την Άρτεμις, θαμπώθηκε από την ομορφιά της.  Την διεκδίκησε φλομώνοντάς την με υποσχέσεις αλλαγών.  Όπως για παράδειγμα «θα κόψω το χόρτο, θα γίνω υπεύθυνος, θα αφήσω στην άκρη τις κακές παρέες».  Η κοπέλα, έφαγε αμάσητα τα παραμύθια του και, παρ’ όλες τις αντιρρήσεις των γονιών της, τον παντρεύτηκε.  Οι γονείς της, ήταν έξω φρενών μ’ αυτόν τον γάμο.  Ένα κορίτσι σαν τα κρύα τα νερά, από καλή οικογένεια, να παντρευτεί έναν «αλήτη, έναν χασικλή», όπως τον αποκαλούσαν. Και τι δεν έκανε ο πατέρας της για να την μεταπείσει να επιστρέψει στο σπίτι τους.  Μάταια όμως.  Η Άρτεμις τον αγάπησε τον Θανάση και επέμενε πως, άσχετα με τα κουσούρια του, είχε και μια καλή πλευρά ως άνθρωπος.  Κι αυτό ήταν αλήθεια.  Όσο έμενε μακριά από τους φίλους του και σταματούσε τη χρήση, έβγαζε έναν άλλον εαυτό. Ήταν γλυκός τόσο με τη γυναίκα του όσο και με την κόρη του.  Όταν επέστρεφε πίσω στις κακές του συνήθειες, φτου κι απ’ την αρχή.  Έπεφτε ξύλο στο σπίτι, έσπαγε πράγματα, έβριζε, απειλούσε… κι ύστερα έπεφτε στα πόδια της γυναίκας του, εκλιπαρώντας την να τον συγχωρέσει.

Η ίδια η κοινωνία μεταμορφώνει τους ανθρώπους σε ανθρωπόμορφα θηρία.  Κι αυτά τα θηρία κάποιοι τα δημιούργησαν. Δεν έγιναν έτσι από μόνα τους.  Κανείς δεν γεννιέται κακός ή ναρκομανής ή προβληματικός.  Οι συνθήκες της ζωής του κάθε ανθρώπου τον αναγκάζουν να πιάσει τη ζωή από τα κέρατα και να επιβιώσει κάτω από τα δεδομένα που του δίνει στο χέρι σαν πιστοποιητικά παρακολούθησης.  Ποιος να καταλογίσει στον Θανάση την αποκλειστική ευθύνη, τη στιγμή που μεγάλωσε σε ένα αρρωστημένο περιβάλλον;  Ποιος έχει το δικαίωμα να του ρίξει όλο το φταίξιμο;  Κανείς!