Παιδί μου,

θέλω να σου μιλήσω, θέλω να σου πω όσα δεν σου είπα με λόγια ποτέ. Όσα απλά σου έδειξα με την στάση μου, με πράξεις, ακόμα και αν η πράξη ήταν η απουσία πράξης.

Όσα συζητήσαμε μαζί για ώρες, αναλύοντας τους φόβους σου που ήταν και δικοί μου φόβοι, τα θέλω σου που ήταν και δικά μου, τα συναισθήματα σου που πάντα είναι μέσα στην καρδιά μου.

Όλα στην ζωή είναι μάθημα, από τα πιο μικρά. Από το να σταθείς στην ουρά για το παιχνίδι στο πάρκο, ακόμα και αν τα άλλα παιδιά δεν έμαθαν ποτέ τι σημαίνει περιμένω και μοιράζομαι. Εσύ υπέφερες και μ’ έβλεπες λυπημένα και απορημένα. Μ’ ένα γιατί στα μάτια. Δεν έκανα κάτι, δεν έδιωξα τα άλλα παιδιά, δεν τα θύμωσα. Κοιτούσα τους γονείς τους μέχρι να καταλάβουν κι αυτοί την ντροπή τους. Ακόμα και αν αυτοί έλειπαν σου έλεγα περίμενε την σειρά σου. Και συ καταλάβαινες πως το σωστό είναι να περιμένεις και όχι να κλέβεις. Ακόμα και αν όλοι άλλοι γύρω σου θεωρούν το ανάποδο φυσιολογικό. Και όταν έφτανε η σειρά σου είχες την χαρά της προσμονής και το γλυκύτερο χαμόγελο στον κόσμο αντί την βαρεμάρα της κτητικής επανάληψης και το φιδίσιο βλέμμα που κοίτα να δεις, το έχουν και παιδιά. Ήσουν πάντα έτοιμο μετά να μοιραστείς τα παιχνίδια με όλους.

Πως είσαι ελεύθερο. Ελεύθερο να αγαπήσεις όποιον θέλεις, να γίνεις ότι θέλεις και να διαλέξεις εσύ τι θα πιστεύεις. Πως το να μισείς, οποιονδήποτε και οτιδήποτε είναι ο χειρότερος τρόπος να ζεις. Και όπως κατάλαβες από μικρό, στους ανθρώπους αρέσει να ανήκουν και να μισούν ότι δεν τους ανήκει και όσους δεν ανήκουν στο ίδιο μ’ αυτούς. Στο χρώμα, στην θρησκεία, στην αγάπη, στην χώρα. Και η ελευθερία η δικιά σου είναι η πιο δύσκολη στον κόσμο γιατί απαιτεί να σέβεσαι κι αυτήν των άλλων.

Πως είμαι πάντα εδώ, να σε κοιτώ από απόσταση. Κι όταν πετυχαίνεις μα κυρίως όταν αποτυγχάνεις. Γιατί αυτό είναι το μάθημα, η αποτυχία. Να σε βοηθώ να μαζεύεις τα κομμάτια σου και να ξαναπαλεύεις.  Να ξαναερωτεύεσαι, να ξαναδοκιμάζεις, να υπερβαίνεις τον εαυτό σου για να πετύχεις αυτό που θέλεις. Ακόμα και όταν δεν το ήξερες πως αυτό ήταν που ήθελες, σου κρατούσα το κερί να βλέπεις στο σκοτάδι.

Θα με βρίσεις, θα με πληγώσεις κάθε τέτοια φορά. Θα κλάψω στο σκοτάδι μαζί με την μαμά, όπως όλα τα πιο πάνω είναι εγώ και η μαμά κι ας είναι γραμμένο σε πρώτο ενικό. Και μετά πάλι θα είμαι εκεί, για όσο χρειαστεί, μπορεί για πάντα. Το πάντα το ανθρώπινο που τελειώνει όταν κι αυτοί που αγάπησες και σ’ αγάπησαν χαθούν στο πέρασμα του χρόνου.

Κι όπως πάντα σου έδειχνα τι είναι αληθινή αγάπη, έχοντας την μητέρα σου αγκαλιά, ακόμα και στα δύσκολα, θα ήθελα και συ μια μέρα να την βρεις. Στην αγάπη σου να μιλάς, να την αγαπάς, να την σέβεσαι και να την εκτιμάς. Ένα χάδι και μια αγκαλιά είναι ίσως τα καλύτερα δώρα στον κόσμο και η μόνη αληθινή παρηγοριά. Ακόμα και αν γκρεμίζεται ο κόσμος γύρω σου να θυμάσαι, ο πραγματικός κόσμος σου είναι ο άνθρωπος σου. Τα πράγματα είναι αυτό μόνο, πράγματα.

Γεννήθηκες ελεύθερο. Δεν είσαι ένα κακέκτυπο των γονιών σου, δεν θέλω να γίνεις εγώ, όπως εγώ ή ότι εγώ. Θέλω να γίνεις εσύ, ότι και να είναι αυτό. Δεν είσαι προέκταση του Εγώ μου, είσαι ένας αυτοτελής ήρωας στην δικιά σου ιστορία κι εγώ απλά ο επεξηγηματικός πρόλογος, που εξηγεί το πως βρέθηκες εδώ. Θα είμαι πάντα ο πρόλογος σου και συ η ωραιότερη ιστορία που είδα ποτέ!