Το τραγούδι αυτό το ακούω τριάντα χρόνια τώρα, από τότε που το κυκλοφόρησε πρώτη φορά ο θείος μου, Μιχάλης Ττερλικκάς. Έχω μια περίεργα συναισθηματική σχέση με αυτό, όποτε το ακούω βουρκώνουν τα μάτια μου, είτε το ακούω ενεργητικά είτε παθητικά. Έχει έναν τρόπο να καρφώνεται πάντα απευθείας στο υποσυνείδητο μου, προσπερνώντας την αναλυτική διαδικασία.  Την πιο πρόσφατη φορά που το άκουσα, αποφάσισα να το μελετήσω, όχι σαν λόγιος -που δεν είμαι, αλλά στο τι λέει σε μένα, σαν αναγνώστη και σαν ακροατή. Ποιες δηλαδή ευαισθησίες μου αγγίζει;

Καταρχήν να επισημάνω πως αν και το πρωτότυπο προέρχεται από Δημοτικό τραγούδι (Νέαρχος Κληρίδης «Κυπριακά Δημοτικά Τραγούδια», 1968), το μελοποιημένο τραγούδι που ερμηνεύει ο Μιχάλης Ττερλικκάς είναι διασκευή και προσαρμογή του ιδίου. Εννοιολογικά τα δυο τραγούδια δεν έχουν ουσιαστική διαφορά, ο ίδιος περιγράφει πως το έκανε για λόγους ομοιοκαταληξίας και ευμορφίας.

Παραθέτω την παραλλαγή του Μ. Ττερλικκά:

Μια λυερή μια όμορφη ’πάαιννεν στο περβόλιν

τζ̆’ εσύναεν τραντάφυλλα τζ̆’ έκαμνεν τα σ̆ερβόλιν.

 

Ο Χάρος την αντάμωσεν στο δρόμον τζ̆αι της λέει:

– Ώρα καλή σου λυερή τζ̆αι κόρη παινεμένη.

– Καλώς τον τζ̆αι τον Χάρονταν, στον μαύρον καβαλλάρην

  που ’βρέθηκεν στην στράταν μου, έννεν καλόν σημάιν.

 

– Τράβα το κόρη λυερή τ’ αππάριν να ποδρώσει

στον λάκκον τράβα πότισ’ το τζ̆αι πρίχου να νυχτώσει.

– Έν μ’ έμαθεν η μάνα μου χτηνά να βαϊλίζω

την προίκαν μου μερόνυχτα έσ̆ει με τζ̆αι πλουμίζω.

 

– Έναν μαντήλιν κέντα μου στο στήθος μου ν’ απλώσω

τζ̆αι πόσα κάμν’ ο κόπος σου εγιώ να σε πκιερώσω.

– Έν έχω Χάροντα τζ̆αιρόν μαντήλιν να κεντήσω

η μάνα μου με καρτερά έσσω μου να γυρίσω.

 

Τον πάτσον της τον έδωκεν πονεί την τζ̆εφαλήν της

τζ̆’ η μάνα μεσ’ στα κλάματα της κόρης της λαλεί της:

– Κέντα του κόρη, κέντα του, πέρκιμον τζ̆αι χορτάσει.

Βάρτου την μαυροθάλασσαν με το καραβοστάσιν.

κέντα την γην με τα δεντρά, τον ουρανόν με τ’ άστρη

τους κάμπους τζ̆αι τους ποταμούς τα όρη τζ̆αι τα δάση.

 

Τζ̆αιρόν ο χάρος ’εν διά, στην μάναν του την παίρνει

λαλεί της: Μάνα μου καλή, μάνα μου παινεμένη

στρώννε τραπέζιν να δειπνά κρεβάτιν να τζ̆οιμάται

η λυερή που σού ’φερα τζ̆’ εμέναν ν’ αττυμάται.

 

– Γιε μου, μεν παίρνεις όμορφες, γιε μου, τες νιες μεν παίρνεις

μεν παίρνεις τα μιτσ̆ά μωρά τζ̆αι μάνες φαρμακώννεις.

 

– Να μεν παίρνω τες όμορφες, τες νιες να τες λυπούμαι

να μεν παίρνω μιτσ̆ά μωρά, Χάροντας ’εν λοούμαι.

 

Ξεκινώντας από τις πρώτες δυο στροφές βλέπουμε την εικόνα της καθημερινότητας, της ρουτίνας. Μια όμορφη κοπέλα να μαζεύει τριαντάφυλλα και να τα κάνει ανθοδέσμη (σ̆ερβόλιν από το χερόβολο δηλαδή ανθοδέσμη στην προκειμένη περίπτωση) και το συναπάντημα με τον Χάρο. Δηλαδή τι; Ότι ο θάνατος μπορεί να σε βρει παντού ακόμα και σε μια τόσο ανέμελη στιγμή.

Στις επόμενες δυο στροφές βλέπουμε την έπαρση του ανθρώπου, που ακόμα και αν ξέρει πως (κάποτε) θα πεθάνει, ζει λες και θα ζει για πάντα, παίρνει ρίσκα και θεωρεί ότι το κακό θα βρει κάποιον άλλον και όχι τον ίδιο. Επίσης η απάντηση της λυγερής, ότι η μάνα της την έχει να ετοιμάζει τα προικιά της όλη μέρα, μεταφορικά μπορεί να ερμηνευτεί σαν τα σχέδια που κάνουμε όλοι οι άνθρωποι για το μέλλον, χωρίς να σκεφτόμαστε πάλι το ενδεχόμενο του πρόωρου τέλους.

Στην αρχή της πέμπτης στροφή είναι ο θάνατος. Ο θάνατος που δεν έρχεται έτσι ανώδυνα, αλλά κυριολεκτικά σαν χαστούκι στο πρόσωπο. Μια έντονη δυναμική της στιγμής του θανάτου και αμεσότερης, βιαιότερης μετάβασης στον άλλο κόσμο.

Η πέμπτη στροφή μετά γίνεται συγκλονιστική, η (εσωτερική) φωνή της μάνας που ουσιαστικά θυμίζει στο θύμα την ομορφιά της πλάσης, ότι η ζωή είναι ωραία, τόσο ωραία που ίσως να νικήσει και τον ίδιο τον θάνατο. Η θάλασσα με τον όρμο (καραβοστάσι), τα δέντρα, ο ουρανός, οι κάμποι, τα ποτάμια, τα όρη και τα δάση. Η ταυτόχρονη συνύπαρξη του θανάτου με την ομορφιά της ζωής.

Στην έκτη στροφή, στον κάτω κόσμο όμως βλέπουμε έναν διαφορετικό ανθρωπομορφισμό του Χάρου, αποκτά μητέρα, στην οποία αναθέτει την φροντίδα της νεκρής, θα την ταΐζει και θα της στρώνει να κοιμάται. Ακόμα δηλαδή και στον θάνατο υπάρχει μια κάποια ανακούφιση, μια φροντίδα. Ως εδώ θα μπορούσε να κλείσει η ιστορία χωρίς πολλά πολλά. Έζησες, πέθανες, θα είσαι εντάξει και στον θάνατο. Έρχονται όμως οι τελευταίοι δυο στίχοι και σε πυροβολούν αμείλικτα και απευθείας στην καρδιά!

Ο διάλογος του Χάροντα με την μάνα του:

“– Γιε μου, μεν παίρνεις όμορφες, γιε μου, τες νιες μεν παίρνεις

μεν παίρνεις τα μιτσ̆ά μωρά τζ̆αι μάνες φαρμακώννεις.”

 

– Να μεν παίρνω τες όμορφες, τες νιες να τες λυπούμαι

να μεν παίρνω μιτσ̆ά μωρά, Χάροντας ’εν λοούμαι.”

 

Ειδικά στην εκτέλεση του τραγουδιού από τον Μ. Ττερλικκά, εκεί στο “Γιε μου” ακούγεται ένας συγκλονιστικός λυγμός που προσωπικά με λυγίζει, με διπλώνει στα γόνατα. Εκείνη η μάνα, η ανθρωπόμορφη μάνα του Χάρου νιώθει, νιώθει σαν όλες τις μάνες και πονάει τον χαμό του παιδιού, οποιουδήποτε παιδιού σαν δικό της. Θα μπορούσε εδώ να επισημανθεί η απουσία των αντρών από την κραυγή της μάνας και εναλλακτικά ακόμα και των άσχημων. Μια επεξήγηση θα μπορούσε να ήταν η αναμενόμενη μεγαλύτερη θνησιμότητα των αντρών π.χ. πόλεμοι, επικίνδυνα επαγγέλματα κλπ. Όσον αφορά τις άσχημες, σίγουρα μια μάνα βλέπει όλα τα παιδιά της όμορφα από τη μια, και από την άλλη στην συντριπτική πλειοψηφία των παραμυθιών και τραγουδιών, αρχαίων, δημοτικών ή σύγχρονων δεν υπάρχει ήρωας/ηρωίδα άσχημος/μη. Τα ανθρώπινα πρότυπα δεν είναι γεγονός του εικοστού αιώνα και του μάρκετινγκ, πάντα υπήρχαν.

Και ακολουθεί σαν χαριστική βολή η απάντηση του χάρου: Δεν είμαι ο Θάνατος αν δεν τους οδηγώ όλους στον άλλο κόσμο, δεν υπάρχουν διακρίσεις. Εγώ είμαι ο μεγάλος εξισωτής!

Μέσα σε οχτώ στίχους, οχτώ στίχους λαϊκής σοφίας, παρουσιάζεται όλη η ματαιότητα αλλά και η ομορφιά της ανθρώπινης ύπαρξης με αποκορύφωμα την αγάπη της μάνας. Μέσα ακόμα και από τον ίδιο τον θάνατο θα σε προσέχει.

Στέκομαι σεμνός και κλίνω το κεφάλι στον άγνωστο αυτό δημιουργό, που κατάφερε να ενσωματώσει όλη την ιδέα της ανθρώπινης ζωής σε οχτώ μόνο στίχους. Το ίδιο και στον Μ. Ττερλικκά που όχι μόνο δεν αλλοίωσε το κομμάτι αλλά του έδωσε πνοή και σάρκα, τέτοια που να στέκεται από μόνο για πολλά χρόνια ακόμα.

 

Υποσημείωση: Το τραγούδι του Μ. Ττερλικκά ξεκινά με τον πρόλογο:

Που δύσην ως ανατολήν τζ̆’ απού βορράν ως νότον

τζ̆’ απού τα πέρατα της γης τον κόσμον προσκαλώ τον.

Δώστε μου λλί’ην ακρόασιν, για να σας τραουδήσω

τζ̆’ ούλλους σας, μιάλους τζ̆αι μιτσ̆ούς έννα σας κλαμουρίσω.

Οι πρώτοι δυο στίχοι είναι κοινή αφόρμηση για τους παραδοσιακούς ποιητάρηδες της Κύπρου, οι επόμενοι δυο είναι δημιούργημα του ίδιου του Μ.Ττερλικκά πάλι. Θα έχετε παρατηρήσει ότι ο πρόλογος αυτός έχει πλέον οικειοποιηθεί από πολλούς ερμηνευτές σε αρκετά παραδοσιακά κυπριακά τραγούδια.

 

 

Πηγή: Η ΛΥΕΡΗ ΤΖ̆’ Ο ΧΑΡΟΣ – Ποιητάρικη Φωνή