Βρήκα έναν τοίχο γκρίζο και γυμνό. Τον κοίταξα για αρκετή ώρα, σαν να μετρούσα αν με χωράει να γεμίσω τις σκέψεις μου εκεί πάνω. Περπάτησα στο βιβλιοπωλείο της γειτονιάς και πήρα 3 κουτάκια κιμωλίες. Γιατί κιμωλίες και όχι μπογιά; Γιατί όχι σπρέι; Την κιμωλία θα την ξεπλύνει η βροχή, θα καταγράψει για λίγο το πρόσκαιρο Εγώ μου και μετά θα φύγει, θα χαθεί. Ίσως να μείνει λίγο η σκιά της, ως την επόμενη βροχή.

Ξεκίνησα απ’ την γωνίτσα την κάτω αριστερά, ζωγράφισα με ροζ, τρεις γυναίκες: η μια φορούσε ένα μαγιό, η άλλη ένα κοστούμι κι η τρίτη κρατούσε στα χέρια της μια χιτζάμπ και την άναβε σαν το φυτίλι. Το θέλησα να είναι ροζ, όχι γιατί τα χρώματα έχουν φύλο, αλλά γιατί το θεωρώ το απαλότερο απ’ όλα. Όπως το χάδι, το γλυκό, που δίνει μια γυναίκα. Από κάτω έγραψα “Σε όλες τις γυναίκες, που τόλμησαν να φορέσουν ότι ήθελαν αυτές, κι όχι κάποιοι άλλοι.”

Δίπλα τους ζωγράφισα δύο μικρά παιδάκια. Το ένα σκούρο, το άλλο λευκό, να παίζουν με μια μπάλα. Πάνω απ’ το κεφάλι τους ζωγράφισα ένα φωτοστέφανο να μοιάζουν μ’ αγγελάκια. Από κάτω έγραψα “Σε όλα τα παιδιά που ονειρεύτηκαν έναν κόσμο όλο παιχνίδι, αλλά δεν πρόλαβαν ποτέ να βρουν”.

Πιο πέρα έκανα 2 έφηβους, αγόρι και κορίτσι. Το ρούχα τους τα έκανα μαύρα, όπως αυτά που συνηθούν οι έφηβοι να έχουν. Εκείνοι οι έφηβοι που κρύβουνε το μαύρο μες τα μάτια, σαν κάτι να τους τρώει την ψυχή. Κανείς δεν τους κατάλαβε ώσπου ήταν πια αργά και μόνοι τους αποφάσισαν πως η ζωή τελειώνει, κάλιο τώρα παρά μετά, λιγότερος ο πόνος. Από κάτω έγραψα “Σ’ αυτούς τους ιδανικούς αυτόχειρες, επαναστάτες πια αιώνιους, παιδιά χαροκαμένης”

Παραδίπλα έκανα 2 αγόρια να φιλιούνται, χωρίς να κοκκινίζω. Δεν είναι ξέρετε ντροπή, αγόρια ν’ αγαπιούνται μα ούτε και κορίτσια. Από κάτω έγραψα “Σ’ αυτούς που τόλμησαν να αγαπήσουν και ν’ αγαπηθούν, η αγάπη είναι αγάπη”

Στο τέλος τράβηξα μια καρέκλα, σπασμένη, πεταμένη. Ισορρόπησα με δυσκολία στα τρία γερά της πόδια. Ίσα να φτάσω πιο ψηλά απ’ όλες τις φιγούρες. Ζωγράφισα λοιπόν τον ήλιο από πάνω. Περήφανο, λαμπρό, με κίτρινες ακτίνες και μια καρδιά πορτοκαλί. Όλους να τους σκεπάζει. Την θέρμη του να ρίχνει και όλους να τους ζεσταίνει, να νιώσουνε οι ήρωες, οι δικοί μου ήρωες πως κάποιος τους λατρεύει.

Μέχρι να τα ζωγραφίσω όλ’ αυτά, σουρούπωσε και κίνησα για σπίτι. Προσπάθησα να κοιμηθώ μα μάταια, η αγωνία μ’ έκανε κι όλο στριφογυρνούσα. Σηκώθηκα τ’ άλλο πρωί και πήγα να βρω τον τοίχο. Εκεί που τον πλησίαζα, κοιτώ και βλέπω πλήθος. Περνούσαν οι περαστικοί μα χάζευαν καθώς από μπροστά περνούσαν. Κάποιοι δάκρυζαν, κάποιοι χαμογελούσαν και κάποιοι κινούνταν απειλητικά κοντά στον τοίχο. Πόσο περίεργο! Κάποιοι να θυμώνουν μ’ έναν τοίχο, τόσο να ενοχλούνται. Φαίνεται τους γιουχάισαν και έφυγαν με βια να πάνε στην δουλειά τους.

Απ’ έφυγαν οι πολλοί μείναμε στο τέλος εγώ, τρεις γυναίκες, δυο παιδάκια, δυο έφηβοι και δυο αγόρια. Καθίσαμε απέναντι και βλέπαμε τον τοίχο. Ώσπου μας βρήκε η βροχή και σβήστηκε ο τοίχος. Βουβά τότε σαν σύνθημα, ξεσπάσαμε σε κλάμα, μαζί αγκαλιαστήκαμε μα λέξη δεν είπαμε ο ένας προς τον άλλο. Να ‘ταν τοίχος η ζωή και να τον ζωγραφίζεις, όμορφος να γινότανε σαν κιμωλία σε τοίχο. Να άλλαζες τα χρώματα ν’ άλλαζε κι η ζωή σου. Χαιρετιστήκαμε μετά γλυκά, αδερφικά και φύγαμε για σπίτι.

Πέρασαν μέρες αλλά έτυχε να περάσω ξανά από τον γκρίζο τοίχο. Έμεινα και τον κοίταζα μ’ ανοιχτό το στόμα. Κάποιος ή κάποιοι ξαναέκαναν την ζωγραφιά μου. Κατά πολύ ομορφότερη μα πάλι με κιμωλία. Πέρασε καιρός μ’ ακόμα και αν έβρεχε η ζωγραφιά ξαναγινότανε σαν από  μαγικά μέσα σε λίγες μέρες.

Πόσο το χάρηκα λοιπόν που άλλαξα τον κόσμο, ας ήτανε και κάτι τόσο απλό με κιμωλία στον τοίχο.