Ο Μενέλαος Λουντέμης γεννήθηκε το 1906 (άλλοι υποστηρίζουν ότι γεννήθηκε το 1912) στο χωριό Αγία Κυριακή της Μικράς Ασίας και το πραγματικό του όνομα ήταν Δημήτριος Μπαλάσογλου ή Βαλασιάδης. Το φιλολογικό ψευδώνυμο Λουντέμης το εμπνεύστηκε όταν εργαζόταν ως επιστάτης στα έργα του ποταμού Λουδίας (ή Λύδιας ή Λοιδίας) στη Μακεδονία.

Η οικογένειά του ήταν εύπορη, αλλά έχασε τα πάντα στη Μικρασιατική Καταστροφή, μετά από την οποία περιπλανήθηκε αρκετά, ώσπου τελικά εγκαταστάθηκε στο χωριό Εξαπλάτανος της Έδεσσας. Στα χρόνια εκείνα ο Λουντέμης εξαναγκάστηκε να εργαστεί πολύ νέος σε διάφορα επαγγέλματα, όπως λαντζέρης, λούστρος, ψάλτης, δάσκαλος και επιστάτης στα έργα του ποταμού Λουδία.

Την πρώτη του εμφάνιση στα Γράμματα την έκανε το 1927, όταν άρχισε να δημοσιεύει ποιήματα του σε εφημερίδες της Έδεσσας, Το 1930 δημοσίευσε ποιήματα και διηγήματα στο περιοδικό “Νέα Εστία”. Το 1934 δημοσίευσε το διήγημά του «Μια νύχτα με πολλά φώτα κάτω από μια πόλη με πολλά αστέρια», όπου για πρώτη φορά υπόγραψε με το ψευδώνυμο Λουντέμης.

Πολύ νωρίς στρατεύτηκε στην Αριστερά και στο ΚΚΕ, πράγμα που του στοίχισε την αποβολή του από όλα τα γυμνάσια της Ελλάδας.

Μετά από πολλές μετακινήσεις σε διάφορες πόλεις, πήγε στην Αθήνα όπου και εγκαταστάθηκε. Εκεί γνώρισε και συνδέθηκε στενά με τον Άγγελο Σικελιανό, τον Μιλτιάδη Μαλακάση και τον Κώστα Βάρναλη. Ο Μαλακάσης τον βοήθησε να εργαστεί ως βιβλιοθηκάριος στην Αθηναϊκή Λέσχη, πράγμα που τον έκανε να αναπνεύσει πολύ οικονομικά. Εκεί γνώρισε και τον καθηγητή της Φιλοσοφικής Σχολής Δημήτρη Βέη, με τον οποίο συνδέθηκε με στενή φιλία. Ο Βέης τον βοήθησε να παρακολουθεί τις διαλέξεις της Φιλοσοφικής σχολής ως ακροατής, αφού δεν μπορούσε να κάνει εγγραφή λόγω του ότι δεν είχε απολυτήριο γυμνασίου. Παράλληλα συνέχισε να γράφει και το 1938 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο πεζογραφίας για τη συλλογή διηγημάτων “Τα πλοία δεν άραξαν”.

Στην περίοδο της κατοχής εντάχθηκε στο ΕΑΜ και διετέλεσε γραμματέας της οργάνωσης διανοουμένων. Στον εμφύλιο συνελήφθη για τα αριστερά του φρονήματα, δικάστηκε για εσχάτη προδοσία και καταδικάστηκε σε θάνατο. Η ποινή του όμως δεν εκτελέστηκε ποτέ. Αντ’ αυτού, εξορίστηκε σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Μακρόνησο και στον Άη Στράτη, μαζί με τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Γιάννη Ρίτσο, τον Μάνο Κατράκη και άλλους ανθρώπους του πνεύματος που ανήκαν στην αριστερά.

Το 1956 δικάστηκε στην Αθήνα επειδή, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, στο βιβλίο του “Βουρκωμένες μέρες” αναφέρονται “…προπαρασκευαστικές πράξεις εσχάτης προδοσίας…”. Στη δίκη πολλοί μάρτυρες κατηγορίας υποστήριξαν ότι το βιβλίο του “προπαγανδίζει τας πολιτικάς του ιδέας, θίγει την έννοια του κράτους, κλονίζει την εμπιστοσύνη του λαού στη Δικαιοσύνη και καλλιεργεί το μίσος”. Πολλές επιφανείς προσωπικότητες της εποχής κατέθεσαν ως μάρτυρες υπεράσπισης, όπως ο Κώστας Βάρναλης, ο Γιώργος Θεοτοκάς, ο Στράτης Δούκας κ.ά., οι οποίοι υποστήριξαν ότι το βιβλίο του “είναι ένα εξαιρετικό έργο, γεμάτο αγάπη για τον άνθρωπο και πίστη στην πορεία του προς το μέλλον”. Κατά την απολογία του ο Πρόεδρος του δικαστηρίου του είπε πως “αν πράγματι νιώθεις στοργή για το παιδί και τη γυναίκα σου, θα πρέπει να’ χεις κάνει δήλωση αποκήρυξης του ΚΚΕ”. Τότε ο Λουντέμης του απάντησε “χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια για να γίνουν τα τέσσερα πόδια δύο. Δεν θα τα κάνω πάλι τέσσερα εγώ”.

Αποτέλεσμα της δίκης ήταν η απαγόρευση της κυκλοφορίας των βιβλίων του. Έτσι αποφάσισε να πάει να ζήσει στο Βουκουρέστι, όπου συνέχισε το συγγραφικό του έργο, έχοντας όμως στο μυαλό και την καρδιά του την Ελλάδα.

Με το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου του 1967 η δικτατορία του Παπαδόπουλου του αφαίρεσε την ελληνική ιθαγένεια. Το 1976 επανάκτησε την ελληνική ιθαγένεια από την ελληνική πολιτεία και επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου πέθανε το 1977 από καρδιακή προσβολή.

Ο Μενέλαος Λουντέμης ήταν πολυγραφότατος και πολυδιαβασμένος λογοτέχνης. Επονομάστηκε ο Μαξίμ Γκόργκι της Ελλάδας. Ανήκει στους Έλληνες λογοτέχνες του μεσοπολέμου. Η γραφή του είναι “ιδιότυπη”. Η ιδιοτυπία της έγκειται στον ερασιτεχνικό τρόπο που εκφραζόταν, είναι άμεση και αποπνέει λυρισμό, δύναμη και ρεαλισμό. Αυτή την ιδιοτυπία την υπηρέτησε πιστά και με πλήρη συνείδηση καθώς, όπως έλεγε, δεν τον ενδιέφερε η τέχνη, αλλά η καταγραφή της πραγματικότητας και των κοινωνικών ανισοτήτων. Σε αυτή βρίσκουμε μελοδραματικά, καθώς και βιωματικά, ηθογραφικά και συμβολικά στοιχεία.

Στη λογοτεχνία του ο Λουντέμης έχει την τάση του να περιστρέφεται γύρω από ένα κεντρικό πρόσωπο – αφηγητή, ο οποίος ανήκει στους περιθωριακούς τύπους των καταπιεσμένων κοινωνικά στρωμάτων και μας δίνει την προσωπική του οπτική της μοναξιάς, του ανεκπλήρωτου, του έρωτα και της δυστυχίας του κόσμου. Μερικοί κριτικοί του καταλογίζουν τεχνικές και εκφραστικές ατέλειες, στρατευμένο ύφος που αποβαίνει σε βάρος της οικονομίας της αφήγησης, αλλά αναγνωρίζει τον λυρικό του οίστρο. Κάποιοι άλλοι θεωρούν το έργο του απολύτως ξεπερασμένο σήμερα, καθώς αναφέρεται σε έναν κόσμο που δεν υπάρχει πια.

Ο Λουντέμης μας άφησε πίσω του περίπου 45 έργα, πολλά από τα οποία μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες, κυρίως των ανατολικών χωρών (Πολωνία, Ρουμανία, Βουλγαρία κ.ά.).

Έργα του, όπως τα μυθιστορήματα “Συννεφιάζει”, “Οι κερασιές θα ανθίσουν φέτος” και το, πιο γνωστό από όλα, “Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα” διαβάστηκαν πολύ από τη νεολαία τις δεκαετίες του 50, του 60 και του ’70. Επίσης μερικά ποιήματα του μελοποιήθηκαν και τραγουδήθηκαν από γνωστούς καλλιτέχνες, όπως ο Αντώνης Καλογιάννης και οι Αδελφοί Κατσιμίχα.

Σε μερικά βιβλία του επίσης βρίσκουμε αποφθέγματα, τα οποία οι πιο παλιοί τα ήξεραν και τα επικαλούνταν, καθώς έχουν διαχρονική αξία, όπως:

-Αγαπώ θα πει εγώ αγαπώ… Το τι κάνει ο άλλος είναι δική του δουλειά.
-Κείνος που στ’ αληθινά αγαπά το Λαό δε γίνεται ποτέ αρχηγός του, γίνεται υπηρέτης του.
-Αν είσαι καλός πού ’ναι οι οχτροί σου;
-Φτηνά τη Λευτεριά δεν την πουλούν πουθενά. Ούτε και τη χαρίζουνε. Όσοι την πήραν χάρισμα τη χαράμισαν.
-Το άπλυτο κορμί το πλένεις. Καθαρίζει. Η βρόμικη ψυχή πώς πλένεται;
-Όλα τα λόγια του θεού είναι καλά. Μόνο, βάρντα, να μην τα πάρουνε στο στόμα τους οι παπάδες.
-Βάλε μια δύση κι ένα βαρκάκι να λιώνει μέσα. Ομορφιά! Μα, αν δεν υπάρχει μάτι να το δει, είναι ομορφιά;
-Φοβού τον Θεόν αλλά τρέμε τους πιστούς του!
-Η φιλία κρατάει μονάχα μια μέρα. Κάθε μέρα πρέπει να της αλλάζεις βρακί.

-Εάν βυθισθώμεν, ας βυθισθώμεν εις τον ωκεανόν! Ουχί εις την σκάφην!
-Ένας άνθρωπος που δίνει στο διψασμένο νερό ποτές δεν είναι κακός.
-Όταν σωπαίνουν οι λύκοι ουρλιάζουν οι άνθρωποι.
-Θηρίο τον λένε τον άνθρωπο. Κολοκύθια. Ποιο θηρίο, μωρέ; Έχει το θεριό μαχαίρια;
-Φκιάνει σκοτώστρες και τουφεκάει; Θηρίο… Βρισιά για τα θεριά!
-Όλοι χρωστάμε κάπου ένα σ’ αγαπώ και μια συγνώμη.