Κι είναι που θέλεις να δραπετεύσεις… να φύγεις όσο πιο μακριά γίνεται.  Μακριά από απ’ οτιδήποτε σε κούρασε, σε αποσυντόνισε, σε φόρτισε, σε εξάντλησε.  Κι είναι που θέλεις να αποβάλεις από μέσα σου, όλον εκείνον τον πόνο που σου προκάλεσαν κάποιοι, μαραίνοντας σαν γιασεμιά τα συναισθήματά σου, που σε κοιτάνε τώρα κι αυτά, παγωμένα, απόμακρα λες και δεν ήταν ποτέ δικά σου, λες και δεν βγήκαν ποτέ από την καρδιά σου. Και όλα μπροστά σου, μοιάζουν ξενόφερτα, αδιάφορα, άψυχα… Και εσύ, αναρωτιέσαι τι πήγε λάθος, πώς χάλασε η συνταγή, πώς ξίνισε το γάλα. 

Δεν υπάρχουν εξηγήσεις!  Δεν υπάρχουν δικαιολογίες! Δεν υπάρχουν απολογίες!  Δεν υπάρχουν κενά αέρος! Δεν χρωστάς πουθενά και σε κανέναν. Δεν ανήκεις, απλά είσαι ένα πανέμορφο πνεύμα ελεύθερο. Είσαι ένας ορίζοντας γεμάτος φως και ζωή.  Μία οντότητα πλασμένη για το καλύτερο! Το δικό σου, όχι των άλλων. 

Το λες απλά!  Κατανοητά και συγκεκριμένα. Κάποιοι συγχίζονται, άλλοι τσιτώνουν και κάποιοι άλλοι απορούν.  «Μετάλλαξη» σου λένε! «Αηδίες», απαντάς. 

Ποια μετάλλαξη;  Αναγέννηση το λένε. Εσύ, έτσι το βάφτισες.  Με τα σέα σου και τα μέα σου. Και η πορτοκαλί κορδέλα, δώρο απ’ το κατάστημα. Τα θέλει αυτά το μάρκετινγκ.

Ελευθερία!  Χωρίς συγκρούσεις αυτή τη φορά.  Αναπνέεις!  Ο αέρας είναι απίστευτα καθαρός.  Τον απολαμβάνεις.  Η θηλιά στον λαιμό απορροφήθηκε  από το σαθρό κοινωνικό σύστημα και από τις γύρω παραλλαγές του.  Κι είναι μια μάχη αδελφέ, χωρίς παράσημα, στολές, εξαρτήσεις και διπλώματα.  Γιατί τα διπλώματα είναι αδελφοποιημένα τραπουλόχαρτα, με αριθμούς και γράμματα της αλβαφήτου. Λέξεις που γίνονται σιδηροδρομικές γραμμές για εκείνα τα τρένα που έμειναν στάσιμα. 

Και η ζωή δεν γουστάρει άλλη στασιμότητα, βροντοφωνάζει, διαμαρτύρεται, σε καλεί να πας παρακάτω. Να κάνεις εκείνο το βήμα που μέχρι πρότινος σε τρόμαζε, σε κράταγε πίσω, αλυσοδεμένο με ένα εκατομμύριο ενοχές. Ενοχές που σου μαύριζαν την ψυχή όποτε σου έκλεβαν μέσα από τα χέρια την πυξίδα.  Όταν ο προορισμός γινόταν καπνός, το όνειρο γύριζε αποχαυνωμένο στο συρτάρι, η καρδιά έμπαινε στο ράφι και η φωνή;  Τι γινόταν η φωνή;  Αφωνία, ακαταστασία και ηττοπάθεια μπροστά σε μια διαλυμένη διαδήλωση.

Το σκέφτεσαι πάλι και γελάς. Πιάνεις κότσο τα μαλλιά σου με το καφετί γκλαμεράκι, φοράς λίγο ρουζ και βάφεις τα χείλη με κόκκινο της φωτιάς.  Κοιτάς τη φάτσα σου στον καθρέφτη που σου κλείνει το μάτι.

«Καληνύχτα Μαργαρίτα».

Στο πικ απ παίζει ο ύμνος του Τερζή:

Ο δικός μου ο δρόμος
μ’ έχει χρόνια διαλέξει,
στην οδό γράφει “μόνος”,
επικίνδυνη λέξη.
Ο δικός μου ο δρόμος
δε μου δείχνει αστέρι,
για αγάπη μου δίνει
μια βαλίτσα στο χέρι.