Τη μέρα της κηδείας σου, ποιος θα κλάψει; Ποιος θα σε θυμηθεί; Ποιος θα σ’ αποχαιρετήσει;

Η σχέση μας με τον θάνατο, όχι σαν στιγμιαία χρονική ιδιομορφία αλλά σαν ένα διαρκές γεγονός στο οποίο εξακολουθούμε να υπάρχουμε, έστω σαν ιδέα, σαν ανάμνηση, σαν θρύλος δεν είναι πρόσφατη. Στην αρχαία Ελλάδα, υπήρχε η έννοια της υστεροφημίας, από τα Ομηρικά έπη. Είναι μια ανάγκη να μεταβάλουμε την πεπερασμένη μας ύπαρξη, του ενός ανάμεσα στους πολλούς, σε μια διαχρονική ή αν είναι δυνατόν αιώνια –για τα ανθρώπινα χρονικά μέτρα- ιστορία στην οποία θα εξακολουθήσουμε να πρωταγωνιστούμε.

Θα μπορούσε κανείς να πει ότι όλη η έννοια του μνημόσυνου στην θρησκεία μας είναι αυτή. Κυριολεκτικά ανακαλούμε την μνήμη ενός ανθρώπου ο οποίος έχει πάψει να υπάρχει, μπορεί για δεκαετίες. Θυμίζουμε στον Θεό μας ότι αυτός ο άνθρωπος υπήρξε –λες και το χρειάζεται- με την ελπίδα ότι κάποτε θα το κάνει κάποιος και για μας. Μια προσωρινή παράταση στο πρόσκαιρο της ύπαρξης μας.

Κατά  τον Όμηρο, η υστεροφημία ήταν η ανάγκη του να ζήσεις μια ενάρετη και τίμια ζωή. Να πολεμήσεις γενναία και να πεθάνεις είτε πέφτοντας μαχόμενος είτε σε μεγάλη ηλικία πλούσιος αρετών. Αυτή δε σου η φήμη μεταφερόταν στην γενιά σου ολόκληρη, μια βαριά κληρονομιά την όποια οι απόγονοι σου όφειλαν να τιμήσουν και να μιμηθούν.

Σε πολλές άλλες θρησκείες και ιστορίες συναντάμε τέτοιες εκφάνσεις μνήμης και τιμής των προγόνων, από την Αμερική, στην Ασία, στην Αφρική και την Ευρώπη.

Αφήνουμε πίσω τις μεταφυσικές έννοιες του Παραδείσου, του Άδη, της Βαλχάλλα για να επικεντρωθούμε στην επίγεια ανάγκη μας του να μας θυμούνται οι άλλοι. Ενόσω είναι ζωντανοί αυτοί δηλαδή και όχι στην ελπίδα ότι κάποτε θα τα ξαναπούμε.

Εκεί λοιπόν, στον χαμό μας και στην τελεσίδικη στιγμή του θανάτου μας, όλοι μας φανταζόμαστε -σε κάποια φάση της ζωής μας τουλάχιστον- το συνάφι των φίλων, της οικογένειας, των γνωστών και γιατί όχι κάποιων περίεργων. Να διηγούνται ιστορίες που πρωταγωνιστούμε, βλακείες που κάναμε τα νιάτα μας, την αγάπη τους για μας. Κάποιοι να θυμούνται αλλά να μην λένε φωναχτά, πόσο μας μισούσαν, πόσο χαζοί φανήκαμε, πόσο άσχημοι και αχώνευτοι. Τον νεκρό βλέπεις δεν τον κακολογείς, φωναχτά τουλάχιστον.

Να μπορούσαν όμως όλοι αυτοί, οι εκτιμητές και οι κριτές, να μας τα έλεγαν όλα αυτά ενόσω ζούμε ακόμη. Να μπορούσαμε μεταξύ μας να πούμε “σ’ αγαπώ”, “σ’ εκτιμώ”, “σε θαυμάζω” όσο είσαι εκεί για να το νιώσεις και να το ανταποδώσεις. Το ίδιο και για τα “σε μισώ”, “δεν σε γουστάρω”, “με αηδιάζεις”, “είσαι ένας απαίσιος άνθρωπος”. Θα γεμίζαμε τη ζωή μας με τόση χαρά και θα εξορίζαμε και τόση τοξικότητα. Να μπορούσαμε μεταξύ μας να μιλούμε με μια ωμή και βάναυση ειλικρίνεια, παρά να περιμέναμε την ώρα του θανάτου για να πούμε τα καλά μας ξεκουμπίδια και τα εύχομαι να σαπίσεις στην κόλαση.

Ποιος θα κλάψει λοιπόν στον τάφο μας; Παίζει ρόλο; Αυτός που κλαίει, κλαίει για τον δικό του εγωισμό, για την δική του μοναξιά. Σημασία έχει ότι είχες να πεις, να το έλεγες όσο ήταν ακόμα καιρός. Αργότερα κλαις κι από τύψεις…