Ήταν κάποτε, ένα παιδί αθώο, που είχε λαχτάρα να μάθει πώς λειτουργεί αυτός ο κόσμος. Οι συμμαθητές του στο σχολείο, ήταν πιο ώριμα και πονηρεμένα παιδιά.  Αυτό, ζούσε σε μια παραμυθένια πραγματικότητα, επειδή οι γονείς του το είχαν εσώκλειστο μέσα στο σπίτι. 

Ο πατέρας ήταν πολύ αυστηρός, το παιδί δεν μπορούσε να κάνει τίποτα χωρίς την συγκατάθεσή του. Το παιδί άργησε πολύ να καταλάβει τι σημαίνει ‘‘πρωτοβουλία’’ και ‘‘ελεύθερη βούληση’’.

Η δε μητέρα, όταν έκανε κάτι λάθος, το παιδί, φώναζε πολύ και έλεγε λόγια υπερβολής.  Ήταν, σαν να ερχόταν το τέλος του κόσμου, αν δεν έγραφε άριστα στα μαθηματικά, αν και στο παιδί, άρεσε να ζωγραφίζει με τις ώρες.

Αισθανόταν ότι ήταν το πιο άχρηστο παιδί του κόσμου και ότι οι γονείς του, δεν θα ήταν ποτέ περήφανοι, αν δεν πληρούσε τα κριτήριά τους.  Δεν άκουγε πότε  ‘‘μπράβο’’, γιατί η μητέρα έλεγε, πως η επιβράβευση θα το κάνει υπερόπτη.

Κλεινόταν με τις ώρες στο υπνοδωμάτιο και διάβαζε βιβλία. Ήταν, ο μόνος τρόπος που είχε, ώστε να μάθει πώς λειτουργεί ο έξω κόσμος και να καλύψει την περιέργειά του. 

Μπαίνοντας στην εφηβεία, το παιδί  αντιμετώπισε την πρώτη του ερωτική απογοήτευση. Κλεινόταν στο δωμάτιό του και έκλαιγε, δεν μπορούσε να το συζητήσει με τους γονείς του. Το πέρασε όλομόναχο. Ως τότε, δεν ήξερε τι θα πει ερωτική σχέση. Η μητέρα, ήταν θεοσεβούμενη και ο πατέρας ψευτο-πουριτανός. Ντρέπονταν να συζητούν για τις πραγματικότητες της ζωής.

Αντιμετώπιζαν κάθε πρόβλημα με φωνές και λάθος τακτικές. Εκτιθόταν το παιδί σε τρίτους και, αυτό όσο μεγάλωνε, μεγάλωνε μαζί και η ανασφάλειά του.

Οι γονείς ήταν εσωστρεφείς άνθρωποι, δεν του μιλούσαν ποτέ για τα προβλήματά τους, για τις ανασφάλειές τους, για την κακία του κόσμου. Έζησαν άσχημες στιγμές και άφησαν πολλά όνειρα τους, σε δεύτερη μοίρα. Βιάστηκαν να κάνουν οικογένεια. Βιάστηκαν να ενταχθούν, σε μια δήθεν κοινωνία με συγκεκριμένα στερεότυπα. Δεν ήξεραν πώς να ζήσουν αλλιώς. Ήθελαν να μεγαλώσουν ένα παιδί, μέσα σε ένα παραμυθένιο κάστρο. Ίσως να νόμιζαν πως έτσι, θα ήταν πιο ευτυχισμένο, αν δεν του μιλούσαν για το πόσο κακός είναι κόσμος.

Πρόσφεραν τα πάντα στο παιδί όσον αφορά τα υλικά αγαθά αλλά ποτέ δεν ήταν αρκετά, για να καλύψουν το κενό που είχε στην καρδιά. Τη δίψα του για μία ζωή ‘‘ελεύθερη’’, δίχως προκαταλήψεις και κοινωνικά πρέπει.  

Το παιδί ήθελε στοργή, μια φιλική συμβουλή, ένα γονέα που θα ήταν φίλος και δάσκαλος μαζί. Έναν γονιό σωστό καθοδηγητή σε αυτό τον πολυδιάστατο, παράξενο και συνάμα σκληρό κόσμο.

Με την αυτοπεποίθηση στα πατώματα, έπρεπε να αντιμετωπίσει έναν κόσμο σκληρό και απάνθρωπο που ξεδιπλωνόταν μπροστά του.

Έπρεπε να είναι σωστό σε όλα, ηθικό, σεμνό με ακέραιο χαρακτήρα και, έτσι έχασε τον αυθορμητισμό και την ανεμελιά του.

Έγινε ένας ενήλικας αυστηρός και σκληρός με τους γύρω του αλλά κυρίως, με τον εαυτό του. Ένας ενήλικας, που ντρέπεται να δείχνει αδύναμος και αισθάνεται πως ποτέ κανείς δεν θα τον αγαπήσει αν αφήσει τα ελαττώματα του να φανούν. Έγινε  ένας ενήλικας, που ντρέπεται για τον πραγματικό του εαυτό.

Έγινε άνθρωπος μισός, που σε οποιαδήποτε κατάσταση κι αν βρεθεί στη ζωή του, δεν θα αισθανόταν ποτέ του, την ευτυχία.