Προσεκτικά σκούπισα τις δύο φωτογραφίες για να τις πάρουμε στο μνημόσυνο. Ένιωθα εκείνη τη στιγμή σαν να χαΐδευα τα πρόσωπα της γιαγιάς και του παππού. Κι όταν μετά, στάθηκα μπροστά από τα κόλλυβα και τους παρατηρούσα, είχαν ξεθωριάσει κι άλλο οι φωτογραφίες σαν να χάνονταν χρόνο με τον χρόνο στην αιωνιότητα. Με έπιασε πανικός! Το θα γινόταν αν ξεθώριαζαν εντελώς;

Μα ηρέμησα στη σκέψη ότι μέσα μας στέκουν ακέραιοι! Διαβάζω στον Καζαντζάκη τελευταία, “οι νεκροί σού δεν κείτουνται στο χώμα. Γενήκαν πουλιά, δέντρα, αγέρας. Κάθεσαι στον ίσκιο τους, θρέφεσαι με τη σάρκα τους, αναπνές το χνότο τους. Γενήκαν ιδέες και πάθη κι ορίζουν τη βουλή σου και την πράξη […]”. Δεν ξέρω αν θα βρεθούμε στη Δευτέρα Παρουσία ή αν υπάρχει μετενσάρκωση. Δεν ξέρω αν  υπάρχει τίποτα μετά θάνατον…

Ξέρω μόνο την πανανθρώπινη αγωνία του “τι γίνονται οι άνθρωποι μας όταν πεθαίνουν”, η οποία μας ωθεί στο να δίνουμε διάφορες εξηγήσεις.

Η μόνη δική μου εξήγηση είναι το τι άφησαν μέσα στον καθένα, καλό ή κακό πριν σβήσουν στην αιώνια απορία.

Κι εγώ γράφω, γράφω μπας και τους απελευθερώσω από μέσα μου