Υπάρχουν άνθρωποι, απλοί, καθημερινοί που μοιάζουν σχεδόν αόρατοι. Άνθρωποι κομπάρσοι στη ζωή των άλλων. Ιδιαίτεροι, περίεργοι, ενίοτε και τρελοί μα ελάχιστες φορές πραγματικά επικίνδυνοι. Συνήθως είναι κάποιες παγιδευμένες παιδικές ψυχές οι οποίες κατοικούν σε ενήλικα σώματα. Μη εναρμονισμένοι με τον χώρο, τον χρόνο, τις νόρμες και τις διπλωματίες. Άνθρωποι αληθινοί, αυθεντικά ανεπιτήδευτοι μα σθεναρά αλλιώτικοι και παρεξηγημένοι.
Από μικρή θυμάμαι τη μορφή ενός τέτοιου διαφορετικού ατόμου. Ποτέ μου δεν τον γνώρισα μικρό και πάντα φάνταζε ψηλός και δυνατός στα μάτια μου. Όλοι όμως για κάποιο λόγο- τον οποίο εγώ δυσκολευόμουν να αντιληφθώ τότε – επέμεναν να τον αποκαλούν ‘’ο Κωστάκης’’. Πέρασαν αρκετά χρόνια μέχρι και εγώ με τη σειρά μου να τον δω με τα μάτια των μεγάλων. Και τότε κατάλαβα για πρώτη φορά πως ο Κωστάκης είχε την αξιοζήλευτη ιδιότητα να παραμένει μικρό παιδί αδιαφορώντας για το πέρασμα του χρόνου, το οποίο αποτυπωνόταν αποκλειστικά και μόνο στην εξωτερική του εμφάνιση. Το μέσα του όμως κατάφερνε να το διατηρεί αλώβητο από μικρότητες, εγωισμούς και μικροψυχίες. Το μέσα του το φύλαγε ως κόρη οφθαλμού. Γιατί το μέσα του εμπερίκλειε όλο τον ατόφιο θησαυρό του.
Κυκλοφορούσε χειμώνα, καλοκαίρι με μια κοντομάνικη βρόμικη φανέλα η οποία ασφυκτιούσε γύρω από την κοιλιά του. Σχεδόν πάντα φόραγε φόρμα στα πόδια και σανδάλια σε κακή κατάσταση. Η ηλικία του ήταν για μένα μονίμως απροσδιόριστη. Άλλωστε ουδεμία σημασία είχε. Ήταν έτσι κι αλλιώς ο Κωστάκης. Πηγαινοερχόταν κάθε μέρα στη γειτονιά με ένα αφελές μειδίαμα ευτυχίας στο πρόσωπο. Μιας ευτυχίας τόσο ξένης για όσους συναναστρεφόταν που σίγουρα τον θεωρούσαν άκακο μα τρελό. Γιατί άραγε ένας σαν και αυτός να ήταν ευτυχισμένος; Ρακένδυτος, ακάθαρτος και ζητιάνος; Μόνο οι τρελοί μπορούν να βιώσουν τη χαρά υπό τέτοιες συνθήκες. Και όμως αυτός τολμούσε να φέρεται ως ένας τέτοιος άνθρωπος. Ως ένας ευτυχισμένος.
Τον έβλεπα καθημερινά. Μπαινόβγαινε στο μαγαζί του μπαμπά. Κάποιες φορές με καλημέριζε λέγοντας μου ¨Καλημέρα Νεκταρία. Ένα σελίνι.’’ Δεν του αποκάλυψα ποτέ πως δε με λέγανε Νεκταρία. Δε μου αποκάλυψε ποτέ το μυστικό της δικής του ευτυχίας. Του έδινα μόνο αυτό που μου ζητούσε καθώς άνοιγε τις ενωμένες, ξηρές και κακοτράχαλες παλάμες του για να χωρέσουν μέσα το πολυπόθητο σελίνι. Δυο φορές την μέρα περνούσε από εδώ. Πρωί και απόγευμα. Και τις δυο φορές θα έπαιρνε πάντα το σελίνι του. Το κοίταζε πάντα με προσοχή και αν τύχαινε να του δώσεις μικρότερης αξίας από το καθιερωμένο το αντιλαμβανόταν μόνο από το μέγεθος του νομίσματος. ”Δεκασέλινο δεν έχει;’’ ”Όχι Κωστάκη μου, πέρνα αύριο πάλι. Αυτό ξέμεινε από ψιλά.’’ Το κράταγε σφιχτά και έφευγε με το παιδικό του χαμόγελο παρέα.
Έτρεχε ευθύς στο περίπτερο απέναντι. Εκεί εξαργύρωνε τα σελίνια του σε σοκολάτες και αναψυκτικά. Αυτό λοιπόν ήταν το μυστικό του. Η χαρά που έβρισκε στα μικρά και ασήμαντα πράγματα. Επέλεγε να επενδύσει σε αυτή την τόσο απλοϊκή χαρά. Την εφικτή, τη γήινη, την εύκολα προσβάσιμη μα την τόσο εύκολα απορριπτέα από τον κόσμο των λογικών. Για μέρες, μήνες, χρόνια το κάθε σελίνι αποτελούσε για εκείνον το διαβατήριο του για το δικαίωμα στην ευτυχία. Και ήταν αδιαπραγμάτευτο.
Μέχρι το τελευταίο σελίνι που του έβαλα στα χέρια ελάχιστα γνώριζα για εκείνον. Η περίπτωση του αποτελούσε πολλές φορές θέμα συζήτησης στη γειτονιά. Κάποιος είπε πως τον ήξερε από μικρό και ότι κάποιο παιδικό κτύπημα στο κεφάλι είχε ως συνέπεια τον σοβαρό τραυματισμό του. Αυτό έφταιγε που έγινε ‘’αλλιώτικος’’. Ένας άλλος είπε πως ήταν διάνοια ως παιδί και η πορεία του θα ήταν εντελώς διαφορετική αν δεν στιγματιζόταν από κάποιο γεγονός το οποίο του προκάλεσε έντονη ψυχική αναστάτωση. Αναστάτωση από την οποία δεν κατάφερε να λυτρωθεί ποτέ και τον καθήλωσε για πάντα στην παιδική ηλικία. Από την πάνω γειτονιά είπαν πως έχασε γυναίκα και παιδί και μετά αποτρελάθηκε. Άλλοι πως γεννήθηκε έτσι γιατί η φύση το θέλησε και ήταν θέλημα Κυρίου.
Το τι έλεγαν οι άλλοι, το τι είχε κατά νου η φύση, το σύμπαν και οι θεωρίες συνωμοσίας δεν απασχολούσαν και πολύ τον Κωστάκη, φτάνει να είχε στη χούφτα το σελίνι του. Εκείνο μόνο του αρκούσε να αγοράσει τον κόσμο του. Με εκείνο μόνο ξεπλήρωνε την αλήθεια του. Και όταν έπαψε ξαφνικά να τριγυρνά στη γειτονιά και τα σελίνια μαζεύονταν υπομονετικά στο ταμείο περιμένοντας τον, άκουσα επιτέλους τη φωνή του. ‘’Κωστάκη ξέχασες τα σελίνια σου.’’ Φώναξα. Μα εκείνος μου χαμογέλασε προσφέροντας μου μια σοκολάτα στα χέρια. ‘’Για σένα Νεκταρία.’’ Είπε φεύγοντας από το οπτικό μου πεδίο. Στο βάθος ένα ξεχασμένο ραδιόφωνο ακούγεται να παίζει βραχνιασμένα ‘’ Κάνε λοιπόν υπομονή, τώρα που φως δε θα φανεί κι ούτε θα ‘ρθει καράβι. Την ενδεκάτη εντολή, την ξέρουν μόνο οι τρελοί και όλοι της γης οι σκλάβοι.’’
Δαγκώνω την σοκολάτα και γεύομαι επιτέλους τη γεύση μιας μυστικής ευτυχίας.
Της Γεωργίας Ιωαννίδου
Διήγημα "Ένα Σελίνι" - Για τους ιδιαίτερους ανθρώπους