Υπάρχουν άνθρωποι που μοιάζουν με βιβλία. Όχι απλώς γιατί αγαπούν τις λέξεις, αλλά γιατί κρύβουν μέσα τους κόσμους, εικόνες, συναισθήματα και ιστορίες που αξίζει να ξεφυλλίσεις. Η Ρέα Κουμπαρή είναι ένας τέτοιος άνθρωπος. Βιβλιοθηκονόμος, συγγραφέας, οραματίστρια, μα πάνω απ’ όλα, μια ψυχή με ανοιχτές αγκάλες και μάτια που φωτίζουν όταν μιλάει για παιδιά, για βιβλία, για όνειρα.

Στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Γιάγκος Κωνσταντινίδης στην Αραδίππου, έχει αφήσει το στίγμα της με έργο που ξεπερνά τον τίτλο. Είναι η γυναίκα που μεταμόρφωσε τη βιβλιοθήκη σε ζωντανό κύτταρο πολιτισμού, σε φιλόξενο καταφύγιο γνώσης και δημιουργίας, σε σημείο αναφοράς για μικρούς και μεγάλους.

Η Ρέα δεν είναι απλώς επαγγελματίας του χώρου — είναι η φίλη που θα σου προτείνει το σωστό βιβλίο τη σωστή στιγμή. Είναι η εμψυχώτρια που θα εμπνεύσει το παιδί να γράψει την πρώτη του ιστορία. Είναι η ήρεμη δύναμη που ξέρει να ακούει, να μιλά και να πράττει με αγάπη και συνέπεια.

Στην κουβέντα που ακολουθεί, θα την γνωρίσετε όπως τη γνωρίζουν όσοι έχουν την τύχη να την έχουν δίπλα τους: αληθινή, φωτεινή και γεμάτη λόγο. Έναν λόγο που δεν αρκείται στο να γεμίζει σελίδες, αλλά βρίσκει τρόπο να αγγίζει καρδιές.

«Η Ρέα δεν είναι μόνο φύλακας των βιβλίων — είναι φύλακας της ανθρωπιάς, του ονείρου και της σιωπηλής προσφοράς.»

Μ. Στυλιανού

Συνέντευξη με τη Ρέα Κουμπαρή — Μια γυναίκα των βιβλίων, των αξιών και της καρδιάς

Θυμάσαι ποιο ήταν το πρώτο βιβλίο που σε συγκλόνισε; Τι σου άφησε;

Πρώτα απ’ όλα, θέλω να σε ευχαριστώ από καρδιάς Μαρία μου για αυτήν την ξεχωριστή στιγμή που μου χαρίζεις. Το έργο σου στη λογοτεχνία είναι αξιοθαύμαστο, αλλά πάνω απ’ όλα ξεχωρίζεις για την ανθρωπιά σου και το ενδιαφέρον σου για τους ανθρώπους γύρω σου.

Όσο αφορά τη ερώτηση σου. Όταν ήρθαμε πρόσφυγες στις ελεύθερες περιοχές, γιατί έχω καταγωγή από το χωριό Λιμνιά της επαρχίας Αμμοχώστου, οι γονείς μας έπρεπε να δώσουν προτεραιότητα στα βασικά: την τροφή και την ένδυση. Τα βιβλία ήταν πολυτέλεια για μας.

Και τότε μια μέρα ήρθε στο χωριό μας η κινητή Βιβλιοθήκη, θα ήμουν δεν θα ήμουν 8 ή 9 χρονών τότε όταν πήρα στα χέρια μου το πρώτο μου βιβλίο, «Οι γυναίκες του 1821». Θυμάμαι ότι  ανακάτεψε πολλά συναισθήματα μέσα μου. Ένιωσα περηφάνια, ένιωσα θυμό, γιατί το παρελθόν συνεχίζει να μας ακολουθεί μέχρι και σήμερα. Και πάνω απ’ όλα, ένιωσα ένα δέος για τη δύναμη που κρύβει η γυναικεία φύση. Οι γυναίκες, σκέφτηκα τότε, μπορούν να σταθούν επάξια απέναντι σε κάθε δυσκολία όπως ακριβώς και οι άντρες.

Μετά, διάβασα την “Ανάσταση” του Τολστόι. Οι επιλογές βιβλίων ήταν περιορισμένες τότε. Μπορώ να πω ότι τότε ήταν η στιγμή που έχασα την παιδική μου αθωότητα. Η “Ανάσταση” δεν ήταν απλώς μια ιστορία για μένα. Ήταν ένα βιβλίο που με ανάγκασε να δω ότι ο κόσμος δεν είναι όπως τον φανταζόμαστε, δίκαιος. Μας αναγκάζει να μεγαλώσουμε, ακόμη κι όταν δεν είμαστε έτοιμοι γι’ αυτό.

Αν μπορούσες να ζήσεις για μία μέρα μέσα σε έναν λογοτεχνικό κόσμο, ποιον θα διάλεγες;

Αγαπώ ιδιαίτερα τα βιβλία εποχής, όπως την “Τζέην Έυρ” της Σάρλοτ Μπροντέ ή το “Περηφάνια και Προκατάληψη” της Τζέην Ώστεν. Αυτές οι ιστορίες, γεμάτες πάθος, ρομαντισμό. Σε ταξιδεύουν σε μια άλλη εποχή, μια ρομαντική εποχή, ίσως όχι και τόσο ιδανική όσο φαίνεται, αλλά αναμφίβολα μαγευτική.

Υπάρχει κάτι γοητευτικό στην ατμόσφαιρα αυτών των βιβλίων, στις λεπτομέρειες της ζωής, στις σχέσεις και στους περιορισμούς εκείνης της εποχής. Ονειρεύομαι να μπορούσα να ζήσω σε αυτόν τον κόσμο, έστω και για λίγο, να νιώσω τη μαγεία, τη δύναμη και την ένταση που φέρνουν οι αληθινά δυνατές ιστορίες των ηρώων τους.

Ποια θεωρείς τη μεγαλύτερη σου επιτυχία ως βιβλιοθηκονόμος στην Αραδίππου;

Δεν θεωρώ ότι η επιτυχία είναι κάτι που μπορώ να διεκδικήσω μόνο για τον εαυτό μου. Αν δεν υπήρχαν οι γονείς που επέδειξαν το ενδιαφέρον και την αγάπη να φέρνουν τα παιδιά τους στη βιβλιοθήκη, τίποτα από όλα όσα έχουμε πετύχει δεν θα ήταν δυνατό. Οι δράσεις μας, όπως το πρόγραμμα «Πάμε Δημοτική Βιβλιοθήκη Αραδίππου», δεν θα είχαν την ίδια απήχηση αν δεν υπήρχε αυτή η κοινότητα ανθρώπων που στηρίζει με πάθος την προσπάθεια για μάθηση και πολιτισμό.

Η αληθινή επιτυχία για μένα, είναι όταν βλέπω τα παιδιά να τρέχουν χαρούμενα στη βιβλιοθήκη, να εξερευνούν τα βιβλία, και να βρίσκουν έναν χώρο όπου νιώθουν ότι ανήκουν. Αυτό είναι, τελικά, το νόημα της προσφοράς, να δημιουργούμε έναν κόσμο που αξίζει να μεγαλώνουν τα παιδιά μας.

Ποια είναι η πιο συγκινητική στιγμή που έχεις ζήσει μέσα στη βιβλιοθήκη;

Δεν είναι μία μόνο στιγμή. Τα παιδιά με διδάσκουν να βλέπω τον κόσμο με μια φρεσκάδα, μια αθωότητα που συχνά ξεχνάμε καθώς μεγαλώνουμε. Αυτές οι στιγμές δεν είναι απλά γλυκές αναμνήσεις. Είναι θεμέλια που με κρατούν σταθερή και μου δείχνουν την ουσία του έργου μου.

Έχω νιώσει στιγμές απόλυτης συγκίνησης. Όπως όταν ένα παιδί με αγκάλιασε, λέγοντάς μου πόσο αγαπά τη βιβλιοθήκη. Ή όταν με κοιτάζουν με μάτια που λαχταρούν να μάθουν και να εξερευνήσουν. Αυτή η επαφή είναι, για μένα, ανεκτίμητη. Είναι ο λόγος που, όσο απαιτητική κι αν είναι η μέρα βρίσκω την ενέργεια να συνεχίσω.

Τι ονειρεύεσαι για το μέλλον των δημόσιων βιβλιοθηκών στην Κύπρο;

Ονειρεύομαι ένα μέλλον όπου οι δημόσιες βιβλιοθήκες στην Κύπρο θα λειτουργούν ως ένα ενιαίο δίκτυο συνεργασίας, συνδέοντας πόρους, ιδέες και ανθρώπους.

Βιβλιοθήκες που να οργανώνουν κοινές δράσεις και εκδηλώσεις, και συνεργάζονται για την ανάπτυξη καινοτόμων προγραμμάτων. Μέσα από αυτή τη συνεργασία, οι βιβλιοθήκες μπορούν να γίνουν πιο δυναμικές, να προσελκύσουν περισσότερους επισκέπτες και να δημιουργήσουν ένα δίκτυο που ενώνει την Κύπρο γύρω από την αγάπη για τη μάθηση και τον πολιτισμό.

Πότε αποφάσισες να εκφραστείς μέσα από τη συγγραφή; Τι σε ώθησε;

Ποτέ δεν θεώρησα τον εαυτό μου συγγραφέα, ούτε αισθάνθηκα την ανάγκη να αυτοπροσδιοριστώ έτσι. Ήταν απλώς μια ιδιαίτερη φάση στη ζωή μου, μια στιγμή που ένιωσα την εσωτερική ώθηση να επαναστατήσω μέσα από την πένα μου.

Αν με ρωτάς αν το μετάνιωσα; Όχι δεν το μετάνιωσα ποτέ, γιατί μέσα από αυτή την εμπειρία κατάφερα να εξωτερικεύσω τα κομμάτια του εαυτού μου που κάποτε φοβόμουν να δείξω στον κόσμο. Ήταν μια πράξη αυτογνωσίας.

Πάντα προτρέπω τα παιδιά να γράφουν, ένα ημερολόγιο, σκέψεις της στιγμής, ή ακόμα και ένα ποίημα. Η γραφή μπορεί να γίνει ένα καταφύγιο ή μια θεραπεία που απαλύνει τον πόνο από δυσάρεστες καταστάσεις που βιώνουν.

Τι σημαίνει για σένα η λέξη «ευαισθησία»;

Η ευαισθησία, για μένα, είναι η βαθιά εσωτερική ώθηση να προσφέρεις βοήθεια όταν το απαιτούν οι περιστάσεις, χωρίς δεύτερη σκέψη και χωρίς να «φορέσεις παρωπίδες» για να αγνοήσεις αυτό που βλέπεις.

Είναι η ανθρώπινη ανταπόκριση στο κάλεσμα της καλοσύνης, το να μην μένεις αδιάφορος.

Θυμάμαι μία συγκινητική στιγμή που παρακολούθησα στις ειδήσεις: ένας νεαρός, ενώ οδηγούσε, σταμάτησε το αυτοκίνητό του για να βοηθήσει μια ηλικιωμένη γυναίκα να διασχίσει τον δρόμο. Αυτή η απλή κίνηση, σε έναν συνάνθρωπο και η απόφαση να κάνεις τη διαφορά, όσο μικρή κι αν φαίνεται.

Είναι και στις καθημερινές θυσίες. Να τρως κάτι που λαχταράς πολύ και να επιλέγεις να το προσφέρεις σε κάποιον που το χρειάζεται περισσότερο από σένα.

Αυτό είναι ευαισθησία: η ανιδιοτελής πράξη που συνδέει τους ανθρώπους με κάτι μεγαλύτερο από τον εαυτό τους.

Ποιες αξίες σε καθοδηγούν στην καθημερινότητά σου;

Είναι εύκολο να μιλάμε για αξίες, λόγια της στιγμής.

Οι αξίες μου δεν είναι απλώς λέξεις που λέγονται εύκολα, είναι το μέτρο της κάθε μέρας μου. Αναμετρούνται τη νύχτα, όταν ξαπλώνω και κάνω την ανασκόπηση της ημέρας. Σκέφτομαι τις πράξεις, τις αποφάσεις, και τις στιγμές που με καθόρισαν. Ήταν οι αξίες μου πραγματικά οδηγός μου; Έκανα αυτό που ένιωθα σωστό ή παρασύρθηκα από την ευκολία και τη συνήθεια;

Πώς ορίζεις την “προσφορά” και πώς την έχεις βιώσει μέσα από το έργο σου;

Η προσφορά δεν είναι μια πράξη που επιβάλλεις στον εαυτό σου για να κερδίσεις την ευγνωμοσύνη των άλλων ή για να αποκτήσεις μια «ταμπέλα» κοινωνικής αναγνώρισης. Είναι κάτι αυθόρμητο, ανιδιοτελές, που πηγάζει από την καρδιά και προσφέρεται χωρίς καμία προσδοκία για ανταμοιβή ή εσωτερική γαλήνη.

Η πραγματική προσφορά είναι να δίνεις επειδή απλώς νιώθεις ότι είναι το σωστό. Δεν είναι κάτι που ζητά φώτα και επευφημίες, είναι μια αθόρυβη, ευγενική κίνηση που αγγίζει ζωές και αφήνει το δικό της αποτύπωμα.

Όσο για μένα, δεν θεωρώ ότι μέσα από τη θέση μου προσφέρω κάτι πέρα από αγάπη στη γνώση. Συνδέεται με την ευκαιρία να μοιραστώ αυτόν τον θησαυρό με όσους επιθυμούν να ανακαλύψουν νέους κόσμους μέσα από τη μάθηση. Αυτό για μένα είναι αρκετό, και ίσως να είναι κι αυτό που πραγματικά μετράει.

Ποιο είναι το πιο σημαντικό μάθημα που έχεις μάθει μέσα από την επαφή σου με τους αναγνώστες;

Ότι ο δρόμος της μάθησης και της αυτογνωσίας δεν τελειώνει ποτέ. Κάθε συνάντηση, κάθε συνομιλία, είναι μια ευκαιρία να ανακαλύψω κάτι νέο, όχι μόνο για τους άλλους, αλλά πολύ περισσότερα για τον εαυτό μου.

Δεν μου αρέσει η απρόσωπη επαφή. Προσπαθώ πάντα να δημιουργώ ένα περιβάλλον όπου οι άνθρωποι αισθάνονται ότι δεν μπαίνουν απλά σε μια βιβλιοθήκη, αλλά σε έναν χώρο οικείο, γεμάτο ζεστασιά και αποδοχή, κι όχι σε μια απρόσωπη βιτρίνα.

Η άμεση επαφή είναι πολύτιμη, μου υπενθυμίζει πόσα μπορώ να κερδίσω μέσα από την αλληλεπίδραση, γιατί μερικές φορές εμείς οι άνθρωποι βλέπουμε τον κόσμο μονόφθαλμα. Όμως, μία λέξη, μία μικρή φράση από κάποιον μπορεί να ανοίξει νέους δρόμους σκέψης και να δούμε τα πράγματα από μια διαφορετική οπτική.

Τι θα ήθελες να πεις σε ένα παιδί που μόλις ξεκινά να ανακαλύπτει τα βιβλία;

Ο πρώτος κανόνας της ανάγνωσης είναι να αποτελεί επιλογή του ίδιου του ατόμου, κι όχι επιβολή των άλλων. Όταν αναγκάζουμε ένα παιδί να διαβάσει κάτι που δεν του αρέσει, οι συνέπειες είναι συχνά αρνητικές, καθώς χάνει το ενδιαφέρον και τη χαρά της ανακάλυψης. Αν, όμως, πρέπει να διαβάσει κάτι, η επιλογή πρέπει να είναι δική του. Ένα παιδί δεν πρέπει να δίνει το δικαίωμα σε κανέναν να το περιγελά ή να το κρίνει για τις επιλογές του, είτε πρόκειται για βιβλία είτε για οτιδήποτε άλλο.

Η ανάγνωση, όπως και η ζωή, ξεκινά από την ελευθερία να είμαστε ο εαυτός μας—όχι αυτό που θέλουν οι άλλοι να είμαστε.

Δεν μπορεί ένας γονιός, κάτι που δυστυχώς συμβαίνει συχνά, να επιβάλλει στο παιδί του να διαβάσει ένα βιβλίο όπως οι «2.000 λεύγες κάτω από τη θάλασσα» του Ιούλιου Βερν, όταν η γραφή και οι χαρακτήρες του συγγραφέα δεν του προκαλούν κανένα ενδιαφέρον.

Τα παιδιά μας χρειάζονται την ελευθερία να διαλέγουν, να δοκιμάζουν και να ανακαλύπτουν μόνα τους. Εμείς, ως γονείς, έχουμε την ευθύνη να τους δίνουμε τον χώρο και την υποστήριξη για να βρουν αυτό που αγαπούν, ώστε η ανάγνωση να γίνει όχι υποχρέωση, αλλά απόλαυση και ταξίδι.

Ποιο είναι το όνειρό σου που δεν έχει ακόμη πραγματοποιηθεί;

Μαρία μου, νιώθω ευγνωμοσύνη για τόσα πολλά στη ζωή μου, για στιγμές, για ανθρώπους, για ευκαιρίες που δεν φανταζόμουν ποτέ πως θα γίνουν πραγματικότητα. Έχω μάθει να μην ονειρεύομαι, αλλά να αφήνω τη ζωή να μου προσφέρει τα δώρα της.

Δεν είμαι από αυτούς που κυνηγούν το άπιαστο, προτιμώ να αγκαλιάζω αυτό που έρχεται, να το εκτιμώ, και να του δίνω τον χώρο να με διαμορφώσει.

Αν έπρεπε να αφήσεις πίσω σου ένα μήνυμα, μια φράση, ένα μικρό απόσταγμα ζωής, τι θα ήταν αυτό;

Πέφτω κάτω και ξανασηκώνομαι κάθε μέρα και κανείς εκτός από εμένα δεν το ξέρει.