Ο Jean-Antoine Watteau (Αντουάν Βαττώ) ήταν Γάλλος ζωγράφος και φημίζεται πως επινόησε το είδος festes galantes, σκηνών βουκολικής και ειδυλλιακής γοητείας, γεμάτες θεατρικό αέρα. Μερικά από τα πιο γνωστά θέματα που ζωγράφισε αντλήθηκαν από τον κόσμο της ιταλικής κωμωδίας και του μπαλέτου.

Ο Αντουάν Βαττώ βαφτίστηκε στις 10 Οκτωβρίου του 1684 και πέθανε στις 18 Ιουλίου του 1721 στην κομητεία του Hainaut, η οποία έγινε στη συνέχεια μέρος της Βουργουνδίας και των Αψβούργων Κάτω Χωρών, μέχρι την απόσχισή της στη Γαλλία μετά τον Γαλλο-Ολλανδικό Πόλεμο. Οι οικογένεια Βαττώ ήταν μια αρκετά ευκατάστατη οικογένεια και είχε Αντουάν είχε άλλα τρία αδέλφια.Ο Αντουάν Βαττώ έδειξε πρώιμο ενδιαφέρον για τη ζωγραφική και εικάζεται πως μαθήτευσε με δάσκαλο τον Jacques-Albert Gérin, έναν ντόπιο ζωγράφο. Ο Βαττώ έφυγε για το Παρίσι το 1702 και βρήκε δουλειά σε ένα εργαστήριο στο Pont Notre-Dame, φτιάχνοντας αντίγραφα δημοφιλών ειδών ζωγραφικής στη φλαμανδική και ολλανδική παράδοση.Τα σχέδιά του τράβηξαν την προσοχή του ζωγράφου Claude Gillot και μέχρι το 1705 προσλήφθηκε ως βοηθός του Gillot, του οποίου το έργο επηρεασμένο από εκείνα του Francesco Primaticcio και της σχολής του Fontainebleau, αντιπροσώπευε μια αντίδραση ενάντια στην ταραχώδη επίσημη τέχνη της βασιλείας του Louis XIV.

Μετά από μια διαμάχη με τον Gillot, ο Βαττώ μετακόμισε στο εργαστήριο του Claude Audran III, ενός διακοσμητή εσωτερικών χώρων, υπό την επιρροή του οποίου άρχισε να φτιάχνει σχέδια που θαυμάζονταν για την απόλυτη κομψότητα τους. Ο Audran ήταν ο επιμελητής του Palais du Luxembourg, του παλατιου που βρίσκεται στο Παρίσι και από αυτόν ο Αντουάν Βαττώ απέκτησε τις γνώσεις του για τη διακοσμητική τέχνη και το διακοσμητικό σχέδιο.Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο καλλιτέχνης ζωγράφισε το The Departing Regiment, την πρώτη εικόνα με το προσωπικό του στυλ, που δείχνει την επιρροή του από τον Rubens. Έδειξε τον πίνακα στον Audran, ο οποίος τον συμβούλεψε να μην σπαταλά τον χρόνο σε τέτοια θέματα. Ο Βαττώ αποφάσισε να τον αφήσει, προβάλλοντας ως δικαιολογία την επιθυμία του να επιστρέψει στη πόλη Valenciennes. Βρήκε έναν αγοραστή, έναν άντρα που ονομαζόταν Sirois, πεθερός του μετέπειτα φίλου και προστάτη του Edme-François Gersaint, και έτσι του δόθηκε η δυνατότητα να επιστρέψει στο σπίτι της παιδικής του ηλικίας. Στη Valenciennes ζωγράφισε μια σειρά από μικρά κομμάτια κατασκήνωσης, κυρίως το Camp volant, το οποίο αγόρασε και πάλι ο Sirois. Δες τo έργo πιο κάτω: 

Στη συνέχεια, ο Βαττώ πήγε να ζήσει με τον συλλέκτη Pierre Crozat, ο οποίος τελικά μετά το θάνατό του το 1740 άφησε περίπου 400 πίνακες και 19.000 σχέδια από σπουδαίους δασκάλους. Έτσι ο Βαττώ μπόρεσε να αφιερώσει ακόμη περισσότερο χρόνο για να εξοικειωθεί με τα έργα του Rubens και των Ενετών καλλιτεχνών. 

Όταν ο Αντουάν Βαττώ υπέβαλε αίτηση για να γίνει μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας το 1717, δεν υπήρχε κατάλληλη κατηγορία για τα έργα του, έτσι η ακαδημία απλώς δημιούργησε μία αντί να απορρίψει την αίτησή του, τη festes galantes.Το κομμάτι της υποδοχής του ήταν το Embarkation for Cythera και τώρα βρίσκεται στο Μουσείο του Λούβρου. Δες το έργο πιο κάτω: 

Ο καλλιτέχνης ήταν άρρωστος και σωματικά εύθραυστος από την παιδική του ηλικία. Το 1720, ταξίδεψε στο Λονδίνο για να συμβουλευτεί τον Δρ. Richard Mead, έναν από τους πιο μοντέρνους γιατρούς της εποχής του και θαυμαστή του έργου του Βαττώ. Για τον γιατρό ζωγράφισε πολλές σημαντικές εικόνες, μεταξύ τους το The Italian Comedians. Δες το έργο πιο κάτω: 

Κατά την επιστροφή του στο Παρίσι το 1721, ο Βαττώ έμεινε για ένα διάστημα με τον έμπορο τέχνης Edme François Gersaint, για τον οποίο ζωγράφησε για το καταστήμα του, τη διάσημη πινακίδα The Shop Sign of Gersaint , έργο το οποίο σήμερα βρίσκεται στο Ανάκτορο Charlottenburg στο Βερολίνο. Σύμφωνα με τον Daniel Roche, Γάλλο Ιστορικό η πινακίδα λειτούργησε περισσότερο ως διαφήμιση για τον καλλιτέχνη παρά για τον έμπορο. Δες το έργο πιο κάτω: 

 

Ο Αντουάν Βαττώ  πέρασε τους τελευταίους μήνες του στο κτήμα του προστάτη του, Abbé Haranger αφήντοντας πίσω του τεράστια κληρονομία. Αναζωογόνησε το φθίνον μπαρόκ στυλ, μετατοπίζοντάς το στο λιγότερο αυστηρό, πιο νατουραλιστικό, λιγότερο τυπικά κλασικό, Ροκοκό.