Μετά την κατάθεση των 13 σημείων από τον Μακάριο τον Νοέμβριο του 1963 και την άρνηση των Τουρκοκυπρίων και της Τουρκίας να τα αποδεχθούν, η κατάσταση στην Κύπρο άρχισε να μυρίζει μπαρούτι. Οι Τουρκοκύπριοι υπουργοί υποστήριξαν στο υπουργικό συμβούλιο ότι οι Ελληνοκύπριοι αστυνομικοί έπρεπε να ελέγχουν τους Ελληνοκύπριους πολίτες και οι Τουρκοκύπριοι τους Τουρκοκύπριους, πράγμα το οποίο δεν έγινε δεκτό. Παράλληλα έφτασαν πληροφορίες στην Κυπριακή Δημοκρατία ότι επρόκειτο να γίνει διανομή οπλισμού σε Τουρκοκύπριους, ενώ η οδηγία της τρομοκρατικής τουρκικής οργάνωσης ΤΜΤ ήταν όπως τα τουρκοκυπριακά οχήματα να μην σταματούν για έλεγχο από Ελληνοκύπριους αστυνομικούς.
Μέσα σε αυτό το τεταμένο κλίμα, την 21η Δεκεμβρίου του 1963 ελληνοκυπριακή αστυνομική περίπολος σταμάτησε για έλεγχο αυτοκίνητο στο οποίο επέβαιναν Τουρκοκύπριοι, στα όρια της ελληνοκυπριακής και της τουρκοκυπριακής συνοικίας στην παλιά πόλη της Λευκωσίας. Οι επιβαίνοντες του αυτοκινήτου, 3 άντρες και 1 γυναίκα, η γνωστή την εποχή εκείνη Τουρκάλα ελευθερίων ηθών Τζεμαλιέ, αρνήθηκαν να υποβληθούν σε έλεγχο, ακολουθώντας τις οδηγίες της ΤΜΤ. Έτσι προκλήθηκε επεισόδιο, στη διάρκεια του οποίου έφτασαν στο σημείο πολλοί Τούρκοι με απειλητικές διαθέσεις, αναγκάζοντας τους αστυνομικούς να ανασύρουν τα περίστροφά τους. Ακολούθησε ανταλλαγή πυροβολισμών, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί ένας Τούρκος και η Τζεμαλιέ. Μάλιστα, η εφημερίδα Πατρίς έγραψε πολύ αργότερα, στις 21/12/1966 ότι “την 21η Δεκεμβρίου 1963 εφονεύθη μια πόρνη και κατέρρευσεν ένα κράτος”.
Ο λοχίας της αστυνομίας Αργύρης Θεοφάνους, που ήταν αυτός που σταμάτησε το αυτοκίνητο των Τουρκοκυπρίων, ανέφερε σχετικά: “Ήμουν περιπολία με πολιτική περιβολή με αστυνoμικό αυτοκίνητο. Μαζί μου ήταν ο Αυγουστής Ευσταθίου και ο Ανδρέας Ηλία. Όταν είδα το τουρκικό όχημα να βγαίνει από την Παλαιά Ηλεκτρική και να μπαίνει στην οδό Ερμού, το θεώρησα ύποπτο και το σταμάτησα. Σε αυτό επέβαιναν τρεις Τουρκοκύπριοι και μια γυναίκα, η Τζεμαλιέ. Κατέβηκαν από το αυτοκίνητο και αρνήθηκαν να μας δώσουν ταυτότητα. Ο ένας είπε στον Αυγουστή ότι θα τον κανονίσει μετά το Πάσχα. Η Τζεμαλιέ διέφυγε της προσοχής μας και σε λίγα λεπτά εμφανίστηκε, άξιον απορίας μέχρι και σήμερα πώς, με δεκάδες Τουρκοκυπρίους με άγριες διαθέσεις. Καλέσαμε ενισχύσεις και δημιουργήθηκε ένταση. Κάποια στιγμή εμφανίστηκε και ο ανθυπολοχαγός του Κυπριακού Στρατού Ανδρέας Στυλιανίδης (Κύκκος). Ακολούθησε ανταλλαγή πυροβολισμών και έγινε ό,τι έγινε. Ακολούθησε ένταση και πλήθος εξαγριωμένων Τουρκοκυπρίων εμφανίστηκε στους δρόμους της Λευκωσίας”.
Τα επεισόδια συνεχίσθηκαν και την επόμενη μέρα και μέχρι το απόγευμα οι συγκρούσεις επεκτάθηκαν και σε άλλες συνοικίες της κυπριακής πρωτεύουσας, παρά το ότι ο Πρόεδρος Μακάριος και ο Αντιπρόεδρος Κιουτσούκ έκαναν εκκλήσεις στους αντιμαχομένους να δείξουν αυτοσυγκράτηση. Την επόμενη μέρα, ελληνοκυπριακές οικογένειες που κατοικούσαν στο στρατηγικής σημασίας προάστιο της Ομορφίτας, που κατοικείτο κυρίως από Τουρκοκύπριους, δέχονται σφοδρή επίθεση από τουρκοκυπριακές ένοπλες ομάδες. Λίγο μετά, οι συγκρούσεις άρχισαν να κλιμακώνονται κι επεκτάθηκαν και στην Αμμόχωστο, στη Λεμεσό, στην Πάφο, στην Κερύνεια και στη Λάρνακα. Παράλληλα, συγκρούσεις ξέσπασαν και σε αρκετά μεικτά χωριά σε όλη την Κύπρο. Στη Λευκωσία οι δυο πλευρές ανέπτυξαν και κινητοποίησαν τις παραστρατιωτικές δυνάμεις τους σε φυλάκια, κατά μήκος του τομέα τους, που σε πολλές περιπτώσεις η απόσταση μεταξύ των δύο τομέων ήταν μόλις λίγα μέτρα. Έτσι ιδιαίτερα τα βράδια, και λόγω της ελλιπούς εκπαίδευσης των δυνάμεων αυτών, άρχιζαν να πυροβολούν ενάντια σε ό,τι εκινείτο, δημιουργώντας την εντύπωση ότι υπήρχε σε εξέλιξη μια γενική μάχη, ενώ παράλληλα έφταναν αναφορές για νεκρούς πολίτες και από τις δύο πλευρές.
Ο Μακάριος τότε άρχισε να πιέζεται να δώσει εντολή να διανεμηθούν όπλα στον κόσμο, για να μπορέσει να προστατευτεί και να θέσει την κατάσταση υπό έλεγχο. Όμως δεν συγκατένευσε, επειδή φοβόταν ότι οι παραστρατιωτικές ομάδες θα εξαπολούσαν επίθεση με αποτέλεσμα πολλά θύματα από την πλευρά των Τούρκων, πράγμα που ίσως να επέφερε τουρκική επέμβαση στο νησί. Έτσι προσπάθησε να επιδιώξει μια συμφωνία κατάπαυσης του πυρός, την οποία και πέτυχε στις 24 Δεκεμβρίου μαζί με τον Κιουτσούκ, με τους ακόλουθους όρους:
- Οι δυο πλευρές να διατάξουν κατάπαυση του πυρός,
- Ο Κληρίδης με τον Ορέκ να επισκεφτούν τα φυλάκια και των 2 πλευρών και να βεβαιωθούν ότι οι ένοπλοι έχουν αποσυρθεί,
- Σε κάθε φυλάκιο, ελληνικό και τουρκικό, να τοποθετηθούν 2 αστυνομικοί, ένας Ελληνοκύπριος κι ένας Τουρκοκύπριος, για να εμποδίσουν την επιστροφή των ενόπλων στα φυλάκια.
Όμως τελικά οι Τούρκοι υπαναχώρησαν και οι συγκρούσεις άρχισαν και πάλι να εξαπλώνονται. Τότε ο Μακάριος συγκατένευσε να δοθούν όπλα στον κόσμο, αφού έλαβε ρητή υπόσχεση από τον Γιωρκάτζη ότι θα χρησιμοποιούνταν μόνο για άμυνα και όχι για επίθεση.
Στις 29 Δεκεμβρίου 1963, σε δημοσιογραφική διάσκεψη ο Κιουτσούκ και ο Ντενκτάς ανακοίνωσαν ότι το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας ήταν νεκρό. Και μια μέρα αργότερα, στις 30 Δεκεμβρίου, την ίδια μέρα που τελικά υπογράφτηκε η συμφωνία κατάπαυσης του πυρός, ο Κιουτσούκ δήλωσε ότι κάθε κοινότητα έπρεπε να ζήσει «στο δικό της σπίτι». Την επόμενη μέρα, ο αρχηγός της Χωροφυλακής Αχμέτ Νιαζί και ο υπαρχηγός της Αστυνομίας Κύπρου Μεχμέτ Ρεφίκ, μαζί με 23 αξιωματικούς και τις οικογένειές τους εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και πήγαν στην τουρκική συνοικία Λευκωσίας, ενώ ενδεικτικό της πολιτικής διαχωρισμού της τουρκοκυπριακής κοινότητας, ήταν η παραπομπή στις 7 Ιανουαρίου 1964 σε δίκη του Ρεφίκ και του Νιαζί, επειδή καθυστέρησαν να εγκαταλείψουν τις ελληνοκυπριακές περιοχές.
Καμιά από τις 2 πλευρές όμως δεν μπορούσε να επιβάλει έλεγχο στις ένοπλες παραστρατιωτικές δυνάμεις της και η κατάσταση οδηγούνταν στα άκρα, με απρόβλεπτες και ανεξέλεγκτες συνέπειες. Τότε ανέλαβαν δράση οι τρεις εγγυήτριες δυνάμεις, οι οποίες αποφάσισαν: 1. Να απαιτήσουν και από τις 2 πλευρές να διατάξουν άμεση κατάπαυση του πυρός, και 2. Να συγκροτήσουν μια δύναμη ανακωχής, που θα αποτελόταν από τις βρετανικές δυνάμεις, την ΕΛΔΥΚ και την ΤΟΥΡΔΥΚ, η οποία θα επέβλεπε την κατάπαυση του πυρός, με διοικητή τον Βρετανό στρατηγό Πήτερ Γιουγκ. Ο Μακάριος και ο Κιουτσούκ αποδέχθηκαν την απόφαση των 3 εγγυητριών δυνάμεων και συμφώνησαν να δημιουργήσουν μια επιτροπή, με τον Γιουγκ και τους επικεφαλής της ΕΛΔΥΚ και της ΤΟΥΡΔΥΚ, τον Βρετανό ύπατο αρμοστή, τους πρέσβεις της Ελλάδας και της Τουρκίας και τους Κληρίδη και Ντενκτάς, ως εκπροσώπους των 2 κοινοτήτων.
Η συμφωνία αυτή έγινε στις 30 Δεκεμβρίου του 1963. Με την ίδια συμφωνία χαράχθηκε και η Πράσινη Γραμμή στο κέντρο της Λευκωσίας, για να διαχωριστούν οι ελληνοκυπριακές από τις τουρκοκυπριακές συνοικίες. Η συμφωνία της πράσινης Γραμμής περιλάμβανε 2 μέρη: Το πρώτο μέρος περιλάμβανε το χάρτη της Λευκωσίας που έδειχνε τη γραμμή αντιπαράταξης σχεδιασμένη με πράσινο χρώμα από τον στρατηγό Γιουγκ, και το δεύτερο μέρος περιλάμβανε ένα κείμενο με 5 σημεία, σύμφωνα με τα οποία, μετά την κατάπαυση του πυρός, τα στρατεύματα της δύναμης ανακωχής θα μπορούσαν να εκκενώσουν τα ελληνοκυπριακά και τουρκοκυπριακά φυλάκια κατά μήκος της πράσινης Γραμμής. Ωστόσο οι δυνάμεις της ΤΟΥΡΔΥΚ, σε αντίθεση με την ΕΛΔΥΚ, δεν συνεργάστηκαν με τον Γιουγκ και ούτε τον βοήθησαν να αποκτήσει τον έλεγχο των περιοχών που συμφωνήθηκαν, ενώ αρνήθηκαν να μετακινηθούν από το Κιόνελι στο στρατόπεδό τους.
Μετά τα γεγονότα του Δεκεμβρίου του 1963, που ονομάστηκε “Μαύρος Δεκέμβριος” και “Μαύρα ή Ματωμένα Χριστούγεννα”, οι Τουρκοκύπριοι υπουργοί και βουλευτές αποχώρησαν από τα αξιώματά τους, και οι Τουρκοκύπριοι δημόσιοι υπάλληλοι έφυγαν από τις θέσεις τους και μετακινήθηκαν στους τουρκοκυπριακούς θύλακες, θέλοντας έτσι να βάλουν τα θεμέλια της διχοτόμησης.
Οι Τουρκοκύπριοι στο ψευδοκράτος γιορτάζουν επίσημα το 1963 ως «Kanlı Noel» (Bloody Christmas) στις 21 Δεκεμβρίου, ως συλλογική τραγωδία με «εβδομάδα μνήμης» και «αγώνας μαρτύρων του 1963–1974».
Διακοινοτικές συγκρούσεις 1963 - Μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων