Σε μια εποχή που η κοινωνική συνοχή δοκιμάζεται, οι πολιτιστικές και φιλανθρωπικές εκδηλώσεις δεν είναι απλώς εκφράσεις δημιουργικότητας ή συμπόνιας. Είναι ανάγκη. Ανάγκη επικοινωνίας, ανάγκη σύνδεσης, ανάγκη αλληλεγγύης. Και όμως, αντί να στηρίζονται από την πολιτεία και τους δήμους ως φάροι ελπίδας και πολιτισμού, αντιμετωπίζονται συχνά με αδιαφορία, γραφειοκρατικά εμπόδια και —δυστυχώς— εξοντωτικές χρεώσεις.
Η συνεννόηση μεταξύ πολιτών και τοπικών αρχών παραμένει δυσλειτουργική. Φορείς, ομάδες πολιτών και πολιτιστικοί σύλλογοι καταθέτουν αιτήματα, οργανώνουν δράσεις, προγραμματίζουν εκδηλώσεις. Και όμως, βρίσκονται αντιμέτωποι με ένα τοίχο από αργές διαδικασίες, έλλειψη πληροφόρησης και —σε πολλές περιπτώσεις— αόρατα κριτήρια αποδοχής ή απόρριψης.
Πού είναι ο ρόλος του δήμου και του κράτους σε όλα αυτά;
Η πολιτεία οφείλει να είναι σύμμαχος και όχι τροχοπέδη. Οι πολιτιστικές εκδηλώσεις δεν είναι πολυτέλεια — είναι κοινωνικό αγαθό. Ο ρόλος του δήμου θα έπρεπε να είναι υποστηρικτικός: να παρέχει χώρους, να διευκολύνει διαδικασίες, να προσφέρει οικονομική ή ηθική ενίσχυση όπου χρειάζεται. Αντί γι’ αυτό, παρατηρούμε υψηλά τέλη για τη χρήση δημόσιων χώρων, ακόμα και όταν πρόκειται για φιλανθρωπικούς σκοπούς. Εκδηλώσεις που οργανώνονται για να βοηθήσουν ευάλωτους συμπολίτες μας, καταλήγουν να “πληρώνουν” για την καλοσύνη τους.
Ποιο το κίνητρο για τέτοια στάση;
Μήπως το φίλτρο των κομματικών πεποιθήσεων είναι αυτό που τελικά καθορίζει ποιος έχει πρόσβαση σε χώρους και υποστήριξη; Μήπως οι πολιτιστικές ευκαιρίες και οι φιλανθρωπικές δράσεις γίνονται αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης; Η εικόνα που παρουσιάζεται συχνά είναι απογοητευτική: αποφάσεις που δεν βασίζονται σε αντικειμενικά κριτήρια αλλά σε “γνωριμίες”, “εξυπηρετήσεις” και πελατειακές σχέσεις.
Μήπως το ρουσφέτι δεν πέθανε ποτέ;
Πολλοί δημότες νιώθουν ότι πρέπει να γνωρίζουν “τον σωστό άνθρωπο” για να βρουν άκρη. Η ισότητα απέναντι στις ευκαιρίες μετατρέπεται σε προνόμιο για λίγους. Οι εκλεγμένοι δημοτικοί σύμβουλοι —που ορκίστηκαν να υπηρετούν το κοινό καλό— συχνά φαίνεται να λειτουργούν ως διαχειριστές μικρών προσωπικών εξυπηρετήσεων, και όχι ως οραματιστές μιας ζωντανής, δημιουργικής και ανοιχτής κοινωνίας.
Το ζητούμενο δεν είναι μόνο η καταγγελία. Είναι η απαίτηση για αλλαγή.
Χρειάζεται διαφάνεια, δίκαιοι κανονισμοί, απλούστευση διαδικασιών και, κυρίως, ηθική συνείδηση στην τοπική αυτοδιοίκηση. Δεν μπορεί το “όχι” να λέγεται στους ενεργούς πολίτες και το “ναι” να φυλάσσεται για τους κομματικά προσκείμενους. Ο πολιτισμός δεν είναι προνόμιο. Είναι δικαίωμα.
Αν θέλουμε δήμους που υπηρετούν τον πολίτη, χρειαζόμαστε πολίτες που απαιτούν διαφάνεια και ίσες ευκαιρίες. Και αυτό ξεκινά από τη δημόσια φωνή μας, από το θάρρος να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους.
Ας μην ανεχτούμε άλλο μια πολιτεία που λειτουργεί με πελατειακούς μηχανισμούς. Ας διεκδικήσουμε μια πολιτεία που επιτρέπει στον πολιτισμό και την αλληλεγγύη να ανθίσουν — χωρίς φραγμούς, χωρίς “χαρτούρα”, χωρίς αποκλεισμούς.