Κάποιες φορές, δεν λείπει ένας άνθρωπος.
Δεν λείπει μια εποχή, μια δουλειά ή ένα όνειρο.
Λείπεις εσύ.

Εσύ — όπως ήσουν πριν αρχίσεις να κόβεις κομμάτια σου για να χωρέσεις.
Εσύ — πριν γεμίσεις με “πρέπει”, με ρόλους, με μάσκες.
Εσύ — πριν σε πνίξει η ανάγκη να είσαι κάτι που δεν είσαι, για να σε αγαπούν.

Γιατί κάπου στην πορεία, άρχισες να προσαρμόζεσαι.
Να μη λες όχι, για να μη φανείς εγωιστής.
Να μη θυμώνεις, για να είσαι “καλός”.
Να χαμογελάς, ενώ μέσα σου ούρλιαζες.
Να γίνεσαι αυτό που ήθελαν οι άλλοι — σύντροφος, παιδί, φίλος, συνεργάτης —
και να ξεχνάς να είσαι… εσύ.

Και κάποια στιγμή, δεν σε αναγνώριζες πια στον καθρέφτη.
Δεν ήξερες τι σου αρέσει, τι σε κινεί, τι επιθυμείς.
Ένιωθες ένα κενό, μα δεν ήξερες τι λείπει.
Και να η αλήθεια:
Σου έλειπες εσύ.

Δεν είναι εύκολο να γυρίσεις πίσω στον εαυτό σου.
Πρέπει να ξεμάθεις, να ξεφλουδίσεις ό,τι δεν είσαι.
Να θυμηθείς τη φωνή σου. Το σώμα σου. Τη ψυχή σου.
Να κοιτάξεις μέσα σου με τρυφερότητα και να πεις:
«Εδώ είσαι. Σε θυμάμαι. Σε θέλω πίσω.»

Γιατί η μεγαλύτερη απώλεια δεν είναι να χάσεις κάποιον.
Είναι να χάσεις εσένα — προσπαθώντας να μην χάσεις τους άλλους.

Κι αν σήμερα κάτι σε βαραίνει,
κι αν νιώθεις πως κάτι λείπει,
σταμάτα για λίγο.
Κοίτα μέσα σου.

Ίσως αυτό που σου λείπει…
είσαι εσύ.

«Να είσαι εσύ. Ακόμα κι αν τους ενοχλεί. Κυρίως τότε.»