Η θάλασσα είναι το παν. Καλύπτει τα 7/10 της γήινης σφαίρας και προσφέρει ζωή, υγεία, ηρεμία στον άνθρωπο. Ήταν πάντα η πρώτη πηγή έμπνευσης για τους ερωτευμένους, τους θυμωμένους, τους επαναστάτες και γενικά τους ανθρώπους που στοχάζονται, τους ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών.

Η θάλασσα έχει εμφανιστεί στη λογοτεχνία από την εποχή του αρχαίου Έλληνα ποιητή Ομήρου που την περιγράφει ως ‘‘Σκοτεινή θάλασσα κρασιού’’, στο επικό του έργο «Οδύσσεια» τον 8ο αιώνα π.Χ. όπου περιγράφει το δεκαετές ταξίδι του Οδυσσέα.

Πολλά θρησκευτικά έργα γραμμένα τον μεσαίωνα αντικατοπτρίζουν τη θάλασσα. Η ασκητική θαλάσσια έρημος (heremum in oceano) εμφανίζεται στο βιβλίο «Το ταξίδι του Αγίου Μπρενταν» (The Voyage of Saint Brendan), μια εντελώς θαλάσσια ιστορία που συσχετίζεται με την Ιρλανδική ιστορία ιπτάμενου ή θαλάσσιου προσκυνήματος. Τα κηρύγματα μερικές φορές μιλούν για τη θάλασσα του κόσμου και το πλοίο της εκκλησίας και για ηθικολογικές ερμηνείες του ναυαγίου και των πλημμυρών.

Ενώ στο διάσιμο ανώνυμο πολιτικό ποίημα «The Libelle of Englyshe»(1436), η θάλασσα ενεργεί ως κριτής του καλού και του κακού και σαν το φράγμα της μοίρας. 

Ο Ουίλιαμ Σαίξπηρ (1564-1616) κάνει συχνή και περίπλοκη χρήση αναφορών για τη θάλασσα και πράγματα που σχετίζονται με αυτήν σε πολλά από τα έργα του. Μερικά από τα πιο γνωστά του στιχάκια είναι τα ακόλουθα: «Δίνω χιλιάδες στρέμματα θάλασσα για ένα μονάχα στρέμμα άγονης γης» και «Η θάλασσα έχει όρια, οι βαθιές όμως επιθυμίες δεν έχουν».

Επίσης ο Ιούλιος Βερν (1828-1905), ο γνωστός Γάλλος συγγραφέας είχε γράψει για τη θάλασσα «Η ανάσα της είναι αγνή και υγιεινή. Είναι μια απέραντη έρημος όπου ο άνθρωπος δεν αισθάνεται ποτέ μόνος, γιατί η ζωή στροβιλίζεται από όλες τις πλευρές».  

Όσον αφορά την πιο πρόσφατη λογοτεχνία η θάλασσα δεν σταματά να εμπνέει όσα χρόνια και αν περάσουν. Θα μοιραστώ μαζί σας δύο ποιήματα προσωπικά αγαπημένα, ένα του ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλος και ένα του νομπελίστα ποιητή Πάμπλο Νερούδα (Pablo Neruda). 

 

“Η Θάλασσα” (1962)

Η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα:

μπαίνεις και δεν ξέρεις αν θα βγεις.

Πόσοι δεν έφαγαν τα νιάτα τους –

μοιραίες βουτιές, θανατερές καταδύσεις,

γράμπες, πηγάδια, βράχια αθέατα,

ρουφήχτρες, καρχαρίες, μέδουσες.

Αλίμονο αν κόψουμε τα μπάνια

Μόνο και μόνο γιατί πνίγηκαν πεντέξι.

Αλίμονο αν προδώσουμε τη θάλασσα

Γιατί έχει τρόπους να μας καταπίνει.

Η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα: χίλιοι τη χαίρονται – ένας την πληρώνει.

 Ντίνος Χριστιανόπουλος

 

H ΘΑΛΑΣΣΑ (2003)

Έχω ανάγκη τη θάλασσα γιατί με διδάσκει:
δεν ξέρω αν μου δίνει μουσική ή συνείδηση:
Δεν γνωρίζω αν είναι κύμα μονάχα η πλάσμα βαθύ
ή μονάχα βραχνή φωνή η θαμβωτική εικασία
ιχθύων και καραβιών.
Γεγονός είναι ότι και κοιμισμένος ακόμα
με κάποιο μαγνητικό τρόπο
κυκλοφορώ
στην παγκοσμιότητα των κυμάτων.
Δεν είναι μονάχα τ’ αλλοιωμένα κοχύλια,
σα ν’ ανάγγελνε κάποιο αργό θάνατο
τρεμουλιάρης πλανήτης,
όχι, με τη λεπτομέρεια ανοικοδομώ την ημέρα,
με μια ριπή αλατιού το σταλακτίτη,
και με μια κουταλιά τον άπειρο θεό.
Διατηρώ ό, τι με δίδαξε.
Τον αγέρα, τον αδιάκοπο άνεμο, το νερό και την άμμο.
Μοιάζει ελάχιστο για τον νέο
που ‘ρθε εδώ να ζήσει με τις πυρκαγιές του,
αυτός ο παλμός όμως που κατερχόταν
κι ανέβαινε στην άβυσσο του,
το ψύχος του γαλάζιου που κροτάλιζε καιγόμενο,
και η στείρωση του άστρου,
το τρυφερό ξεκαθάρισμα του κύματος
που σπαταλάει το χιόνι με τον αφρό,
η ειρηνική κι ασάλευτη εξουσία
σαν πέτρινος θρόνος στα βάθη,
αντικαταστήσανε τον περίβολο
που μεγάλωνε η πεισματάρικη θλίψη,
συσσωρεύοντας λησμονιά,
κι άλλαξε ξάφνου η ύπαρξη μου:
Προσχώρηση στην καθάρια κίνηση.

Pablo Neruda

(Από τη συλλογή “On the blue shore of silence: Poems of the sea”)