Ο σουρεαλισμός ξεκίνησε ως λογοτεχνικό κίνημα στο Παρίσι το 1920 μέχρι το 1940 και μετά εξαπλώθηκε και στις εικαστικές τέχνες. Μπορεί να χαρακτηριστεί ως μία καλλιτεχνική προσπάθεια να γεφυρωθεί η πραγματικότητα με τη φαντασία. Οι σουρεαλιστές επιδιώκουν να ξεπεράσουν τις αντιφάσεις του συνειδητού και ασυνείδητου του μυαλού, δημιουργώντας παράξενες ή εξωπραγματικές ιστορίες και εικόνες γεμάτες αντιπαραθέσεις.

Το 1917, ο Γάλλος συγγραφέας και κριτικός Guillaume Apollinaire (1880-1918) χρησιμοποίησε τον όρο «σουρεαλισμός» για να περιγράψει το Parade, ένα πρωτοποριακό μπαλέτο με μουσική του Erik Satie, κοστούμια και σετ του Πάμπλο Πικάσο, καθώς και ιστορία και χορογραφία από άλλους κορυφαίους καλλιτέχνες. Ανταγωνιστικές φατρίες νεαρών Παρισίων αγκάλιασαν τον σουρεαλισμό και συζήτησαν έντονα την έννοια του όρου. Το κίνημα ξεκίνησε επίσημα το 1924 όταν ο ποιητής Αντρέ Μπρετόν (1896–1966) δημοσίευσε το πρώτο μανιφέστο του σουρεαλισμού (The Manifesto of Surrealism). Με τη δημοσίευση του αποσκοπούσε να καταπολεμήσει τον τρόπο με τον οποίο γινόταν κατανοητή η τέχνη εκείνη την εποχή. Ο Μπρετόν άνοιξε γραφείο Σουρεαλιστικής Έρευνας όπου τα μέλη πραγματοποιούσαν συνεντεύξεις και συγκέντρωσαν ένα μεγάλο αρχείο κοινωνιολογικών μελετών και ονείρων. Μεταξύ του 1924 μέχρι 1929 δημοσιευτήκαν 12 τεύχη του La Revolutionsur realiste, ένα περιοδικό μαχητικών πραγματειών, αναφορών εγκλημάτων και αυτοκτονιών και διερευνήσεις στην δημιουργική διαδικασία.

Με την φρίκη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου η τέχνη ελεγχόταν από την πολιτική, την χρησιμοποιούσαν ως μέσω να διατηρηθεί η τάξη και η επανάσταση. Έτσι η σουρεαλιστές θέλοντας να απελευθερωθούν από τους περιορισμούς στη τέχνη ξεκίνησαν αυτό το κίνημα. Αν και εναντιωνόντουσαν απέναντι στον πολιτικό έλεγχο, ο σκοπός του κινήματος δεν ήταν πολιτικός. Ο σουρεαλισμός αποσκοπούσε να απελευθερώσει τους ανθρώπους πνευματικά και ψυχολογικά, οι σουρεαλιστές ήθελαν να επιδιορθώσουν την ζημιά του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου αλλά δυστυχώς με την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου έκανε τους σουρεαλιστές στόχο. Με την άνοδο του φασισμού και ναζισμού αρκετοί σουρεαλιστές αναγκάστηκαν να βρουν καταφύγιο στην Αμερική. Ευτυχώς για τον Αμερικάνικο πολιτισμό οι ιδέες τους αρχίσαν να τους επηρεάζουν. Ο Μπρετόν επέμεινε ότι η τέχνη πρέπει να έχει σκοπό την επανάσταση, όχι το κέρδος. Από την άλλη, ο Σαλβαδόρ Νταλί, ο γνωστός σουρεαλιστής ζωγράφος  δεν συμφωνούσε με αυτό. Κατέφυγε στις ΗΠΑ το 1940 για να γίνει γνωστός. Η Αμερική προσέφερε στον Νταλί ατελείωτες ευκαιρίες και αυτός εισήγαγε το σουρεαλισμό στο ευρύ κοινό, και τον έκανε διασκεδαστικό. Η Αμερική τον αγάπησε, τον έκανε διάσημο και διέδωσε την αισθητική του σουρεαλισμού στις ταινίες του Χόλιγουντ και τις διαφημίσεις στην Madison Avenue.

Ενώ ο σουρεαλισμός ως κίνημα δεν υπάρχει σήμερα, η σύγχρονη λογοτεχνία χρησιμοποιεί το σουρεαλισμό σε μεγάλο μέρος της. Ο σουρεαλισμός πρέπει να είναι παράξενος και σοκαριστικός. Εξαναγκάζει τους ανθρώπους να αφήσουν πίσω τις άνετες ιδέες τους και τους προκαλεί συναισθηματική ταραχή. Χρησιμοποιώντας σουρεαλιστικές εικόνες, ποιητικές τεχνικές ή ιδέες οι συγγράφεις προσπαθούν να τεντώσουν τα όρια και να απελευθερώσουν το μυαλό και να κάνουν τους αναγνώστες να σκεφτούν. Χρησιμοποιεί αντίθετες εικόνες και ιδέες, για να βοηθήσει τον αναγνώστη να επεκτείνει την οπτική του ως προς την πραγματικότητα. Ο σουρεαλισμός χρησιμοποιεί μεταφορές και εικόνες ώστε ο αναγνώστης να ανακαλύψει το βαθύτερο νόημα, το υποσυνείδητο. Αντί να βασίζονται στην πλοκή, οι σουρεαλιστές συγγραφείς επικεντρώνονται στους χαρακτήρες, στην ανακάλυψη και τις εικόνες για να αναγκάσουν τους αναγνώστες να σκάψουν το ασυνείδητο τους και να αναλύσουν ότι βρουν.

Ο Μπρετόν αναγνωρίζεται ως κεντρική φυσιογνωμία και ένας από τους σημαντικότερους θεωρητικούς του κινήματος, ενώ άλλα διακεκριμένα μέλη του σουρεαλισμού στη λογοτεχνία υπήρξαν οι ποιητές Πωλ Ελυάρ, Ρενέ Κρεβέλ, Ρομπέρ Ντεσνός, Μπενζαμίν Περέ και Ροζέ Βιτράκ.