Ο συγγραφέας Χόρχε Λουίς Μπόρχες γεννήθηκε στις 24 Αυγούστου το 1899 στο Μπουένος Άιρες, της  Αργεντινής  και θεωρείται από τους σημαντικότερους συγγραφείς του 20ου αιώνα. Δούλεψε ως δημοσιογράφος και εκτός από την ίδρυση τριών λογοτεχνικών περιοδικών, ο Μπόρχες συνέγραψε αρκετούς τόμους ποιημάτων, δοκίμια, διηγήματα και μια βιογραφία. Γνωστά στην Ελλάδα βιβλία του: “Η Ιστορία της Ατιμίας”, “Μυθοπλασίες”, “Το βιβλίο των Φανταστικών Όντων. 

Ο πατέρας του ήταν δικηγόρος και δάσκαλος ψυχολογίας, ενώ λάτρευε την λογοτεχνία ως εκ τούτου ο γιος του μεγάλωσε αγαπώντας τα βιβλία. Στο σπίτι μιλούσαν ισπανικά αλλά και αγγλικά, έτσι ο Μπόρχες ήταν ουσιαστικά δίγλωσσος. Λέγεται ότι διάβαζε Σαίξπηρ στα αγγλικά στα δώδεκα του χρόνια. Μεγάλωσε στο Παλέρμο, σε μεγάλο σπίτι με μεγάλη βιβλιοθήκη. Το πλήρες όνομα του Μπόρχες ήταν Χόρχε Φρανσίσκο Ισιδόρο Λουίς Μπόρχες Ασεβέδο.

Ο πατέρας του αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το επάγγελμα του δικηγόρου εξαιτίας της σταδιακής του τύφλωσης, η οποία αργότερα επηρέασε και το Μπόρχε. 

Μετά τον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο οι οικεγεία έζησε σε διάφορα μέρη ανάμεσα τους και η Ισπανία, όπου και εκδόθηκε το πρώτο του ποίημα “Ύμνος στη Θάλασσα”, από το περιοδικό Grecia (“Ελλάδα”).

Το 1921 ο Μπόρχες επέστρεψε με την οικογένειά του στο Μπουένος Άιρες και ξεκίνησε την καριέρα του ως συγγραφέας δημοσιεύοντας ποιήματα και δοκίμια σε λογοτεχνικά περιοδικά. Η πρώτη συλλογή ποιημάτων του Μπόρχες ήταν η Fervor de Buenos Aires (Πάθος για το Μπουένος Άιρες, 1923).

Το 1933 ο Μπόρχες έγινε συντάκτης του λογοτεχνικού ένθετου της εφημερίδας Crítica, στην οποία και πρωτοεμφανίστηκαν τα γραπτά του που αργότερα περιλήφθηκαν στην Historia universal de la infamia (Παγκόσμια Ιστορία της Ατιμίας). Τα επόμενα χρόνια εργάστηκε ως λογοτεχνικός σύμβουλος στον εκδοτικό οίκο Emecé και είχε εβδομαδιαία στήλη στην El Hogar, η οποία κυκλοφόρησε από το 1936 μέχρι το 1939.

Το 1937 ο Μπόρχες έπιασε δουλειά ως βοηθός στο παράρτημα Μιγκέλ Κανέ της Δημοτικής Βιβλιοθήκης του Μπουένος Άιρες. Περνούσε το υπόλοιπο της ημέρας στο υπόγειο της βιβλιοθήκης γράφοντας άρθρα και διηγήματα.

Ο Χόρχε ήταν σχεδόν άγνωστος στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου μέχρι το 1961, όταν, στις αρχές της δεκαετίας του ’60, του απονεμήθηκε το Prix Formentor, το Διεθνές Βραβείο Εκδοτών, μια τιμή που μοιράστηκε με τον Ιρλανδό θεατρικό συγγραφέα Σάμουελ Μπέκετ. Το βραβείο έκανε το Χόρχε διεθνώς διάσημο: μια συλλογή από τα διηγήματά του, Ficciones, δημοσιεύθηκε ταυτόχρονα σε έξι διαφορετικές χώρες και κλήθηκε από το Πανεπιστήμιο του Τέξας να έρθει στις Ηνωμένες Πολιτείες για να δώσει διάλεξη, την πρώτη από τις πολλές διεθνείς περιηγήσεις.

Μερικά από τα βιβλία που έκδωσε ο Μπόρχε ήταν τα ακόλουθα: El libro de los seres imaginarios (Το Βιβλίο των Φανταστικών Όντων) το 1967, El informe de Brodie (Η Έκθεση του Μπρόντι) το 1970  και El libro de arena  (Το βιβλίο της Άμμου) το 1975.  

Το 1955  διορίστηκε  επικεφαλής της Εθνικής Βιβλιοθήκης μα μέχρι τότε είχε τυφλωθεί εντελώς. Τον επόμενο χρόνο κέρδισε το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας και ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτορας από το Πανεπιστήμιο του Κούγιο. Από το 1956 μέχρι το 1970,  ο Μπόρχες ήταν επίσης καθηγητής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Μπουένος Άιρες, ενώ προσκλήθηκε και από άλλα πανεπιστήμια για σύντομες χρονικές περιόδους.

Πολλές από τις διαλέξεις του ανθολογήθηκαν στις εκδόσεις Siete noches (Εφτά Νύχτες) και Nueve ensayos dantescos (Εννιά δαντικά δοκίμια).

Μη μπορώντας να διαβάσει και να γράψει εξαρτιόταν από τη μητέρα του, με την οποία είχε πάντοτε στενή σχέση και η οποία άρχισε να δουλεύει ως προσωπική του γραμματέας.

Όσο αφορά την προσωπική του ζωή, ο Μπόρχες παντρεύτηκε για πρώτη φορά το 1967 μετά από πίεση της μητέρας του, η οποία είχε περάσει τα 90 και ήθελε να βρει κάποιαν να φροντίζει τον τυφλό της γιο. Ο γάμος δεν ευδοκίμησε και μετά το διαζύγιο έζησε με τη μητέρα του μέχρι τον θάνατο της. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του έζησε στο διαμέρισμα όπου ζούσε με τη μητέρα του και τον φρόντιζε η οικιακή βοηθός που εργαζόταν για την μητέρα του για δεκαετίες.

Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες πέθανε το 1986 από καρκίνο του ήπατος στη Γενεύη  και τάφηκε στο Βασιλικό Κοιμητήριο (Πλενπαλέ). Λίγο πριν πεθάνει παντρεύτηκε τη Μαρία Κοδαμά, η οποία απέκτησε όλα τα δικαιώματα των γραπτών του.

«Το πεπρωμένο μας», έγραψε ο Μπόρχες στο δοκίμιο A New Refutation of Time , «δεν είναι φρικτό εξαιτίας της μη πραγματικότητάς του, είναι φρικτό επειδή είναι μη αναστρέψιμο και σιδερένιο. Ο χρόνος είναι η ουσία από την οποία φτιάχνω. Ο χρόνος είναι ένα ποτάμι που με μεταφέρει μακριά, αλλά εγώ είμαι το ποτάμι · είναι μια τίγρη που με μπερδεύει, αλλά εγώ είμαι η τίγρη · είναι μια φωτιά που με καταναλώνει, αλλά εγώ είμαι η φωτιά. Ο κόσμος, δυστυχώς, είναι αληθινός, εγώ, δυστυχώς, είμαι ο Μπόρχες. “