Ο Βίκτωρ Ουγκώ υπήρξε ένας πολυτάλαντος άνθρωπος, γνωστός σήμερα ως ο εθνικός λογοτέχνης της Γαλλίας, λίγοι γνωρίζουν πως είχε την ιδιότητα πολιτικού αλλά και ζωγράφου. Θεωρείται ένας από τους ηγέτες της ρομαντικής κίνησης στη γαλλική λογοτεχνία καθώς επίσης και ένας από τους πλέον παραγωγικούς και πολύπλευρους συγγραφείς της. Εκτός Γαλλίας είναι γνωστός κυρίως για τα μυθιστορήματα «Η Παναγία των Παρισίων» και «Οι Άθλιοι». Συνολικά ο Ουγκώ έγραψε 9 μυθιστορήματα, 26 ποιητικές συλλογές, 12 θεατρικά έργα, 6 έργα για την όπερα και πολλά άλλα κείμενα διαφορετικού είδους. Επίσης πολλά άλλα έργα του δημοσιευτήκαν μετά τον θάνατο του.

Ο Βίκτωρ Ουγκώ γεννήθηκε στο Μπεζανσόν του Νομού Φρανς-Κοντέ (Franche-Comté), πόλη στη ανατολική Γαλλία στις 26 Φεβρουαρίου το 1802. Οι γονείς του χώρισαν το 1813 λόγω διαφορετικών πεποιθήσεων και ο Βίκτωρ έμεινε με τη μητέρα του μόνιμα στο Παρίσι. Ο πατέρας του σαν στρατιωτικός έπαιρνε τακτικά μεταθέσεις. Η μητέρα του δεν είχε πόρους να τον μεγαλώσει και από το 1815 εώς το 1818 ο Βίκτωρ διέμενε στο οικοτροφείο Pension Cordier ενώ παρακολουθούσε μαθήματα στο περίφημο Κολλέγιο του Μεγάλου Λουδοβίκου (Collège Louisle Grand).

Η πρώιμη φιλοδοξία του τον έσπρωξε να γράψει σε ηλικία μόλις 14 ετών σε μία εφημερίδα της εποχής. Το 1817 βραβεύτηκε από τη Γαλλική Ακαδημία για κάποιο ποίημα του και το 1819 βραβεύτηκε από τα Ανθεστήρια της Τουλούζης (Académie des Jeux floraux de Toulouse). Ο Σατωβριάνδος αποκάλεσε τον Ουγκώ “εξαιρετική φυσιογνωμία”, προφητεύοντας έτσι το μεγάλο μέλλον του νεαρού συγγραφέα. Αυτά τα γεγονότα έπεισαν τον πατέρα του να τον αφήσει να αφιερωθεί στη λογοτεχνία παρά τα σχέδιά του να φοιτήσει ο γιος του στην Πολυτεχνική Σχολή.

Το 1919 ιδρύει μαζί με τους αδερφούς του το περιοδικό Conservateur Littéraire όπου υποστηρίζει τις θέσεις του Σατωβριάνδου (François René Chateaubriand). Το 1822 δημοσιεύει την πρώτη του ποιητική συλλογή Nouvelles Odes et Poésies Diverses, η οποία προσέλκυσε την προσοχή και την εύνοια του τότε βασιλιά Λουδοβίκου και έτσι έλαβε βασιλική επιχορήγηση.

Το 1822 ο Ουγκώ παντρεύεται την Αντέλ Φουσέ, ένας γάμος που δεν ήταν ευτυχισμένος και οδηγεί τον συγγραφέα σε μακροχρόνια σχέση με την ερωμένη και μούσα με την ηθοποιό Ζουλιέτ Ντρουε μέχρι το θάνατό της το 1882.

Το 1823 κάνει το λογοτεχνικό του ντεμπούτο με το μυθιστόρημα «Χαν της Ισλανδίας» (Han d’Islande). Η ποιητική συλλογή, που τον καθιέρωσε εκδίδεται το 1826 και είναι οι «Ωδές και Μπαλάντες» (Odes et Ballades), με την οποία αναγνωρίζεται σαν αξιόλογος λυρικός ποιητής και τεχνίτης του στίχου. Ακολουθεί τον ίδιο χρόνο η συγγραφή του μυθιστορήματος «Μπυγκ Ζαργκάλ» (Bug-Jargal) και το 1827 το θεατρικό έργο «Κρόμγουελ» (Cromwell). Στο μνημειώδη “Πρόλογο του Κρόμγουελ” (Préface de Cromwell) ο Ουγκώ προτείνει στους συγχρόνους του δραματουργούς να απαλλαγούν από τις φόρμες, που επέβαλλε ο γαλλικός θεατρικός κλασικισμός, εισάγοντας στη θεατρική τέχνη το ρομαντικό δράμα.

Το 1829  εξέφρασε τον φιλελληνισμό του με την συλλογή ποιημάτων του, «Τα  Ανατολίτικα», εμπνευσμένο από την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Το ενδιαφέρον του Ουγκώ για την ελεύθερη πλέον Ελλάδα φάνηκε ιδιαίτερα σε σχέση με το “Κρητικό Ζήτημα”.

Η περίοδος των ετών 1830 έως 1843 αποτελεί διάστημα καταξίωσης του Γάλλου λογοτέχνη με πλούσια παραγωγή έργων. Το 1830 ανεβαίνει με μεγάλη επιτυχία το θεατρικό του έργο «Ερνάνης» (Hernani) και το 1831, κυκλοφορεί το διάσημο μυθιστόρημά του «Η Παναγία των Παρισίων» (Notre-Dame de Paris), το οποίο μεταφράστηκε σε αμέτρητες ξένες γλώσσες. «Η Παναγία των Παρισίων» θεωρείται το πιο επιτυχημένο έργο του εφόσον, πρόκειται για ιστορικό μυθιστόρημα τοποθετημένο στα 1482  με πρωταγωνιστή τον Κουασιμόδοτο, τον δύσμορφο κωδωνοκρούστη του ναού. Αποτελεί προσωποποίηση του μεσαιωνικού πνεύματος. Το έργο του αυτό το απολαμβάνουμε μέχρι σήμερα σε θεατρικές παραστάσεις αλλά και ταινίες. Παράλληλα δημοσιεύει έργα λυρικής ποίησης, εμπνευσμένα από το ειδύλλιό του με τη Ζουλιέτ Ντρουέ.

Ένα τραγικό γεγονός σημαδεύει τη ζωή του, ο θάνατος από πνιγμό της νεόνυμφης κόρης του και του συζύγου της, το 1843. Η καταλυτική επίδρασή του συμβάντος πάνω του φάνηκε από το ότι δεν δημοσίευσε κανένα έργο για μία δεκαετία.

Μετά την Επανάσταση του 1848 και την ανακήρυξη της Β’ Γαλλικής Δημοκρατία εκλέκτηκε, βουλευτής Παρισίων στη Συντακτική και μετά στη Νομοθετική Συνέλευση. Η πραξικοπηματική κατάλυση της δημοκρατίας από τον Ναπολέοντα Γ΄ το 1851 και η ανάδειξή του σε Αυτοκράτορα κάνει τον Ουγκώ να αλλάξει τις φιλοβοναπαρτικές του αντιλήψεις και να στραφεί με μένος εναντίον του. Η επικείμενη δίωξή του, μετά από αυτό, τον ανάγκασε να διαφύγει στις Βρυξέλλες. Η αυτοεξορία του διάρκεσε για 20 χρόνια.  

Στη διάρκεια της εξορίας του δημοσίευσε δύο πολιτικά μανιφέστα ενάντια στον Ναπολέοντα Γ’, το «Ναπολέων ο Μικρός» (Napoléon le Petit, 1852) και το «Επιστολές στο Λουδοβίκο Βοναπάρτη» (Lettres à Louis Bonaparte, 1855), που διαδόθηκαν ευρέως παράνομα στη Γαλλία, ενώ αργότερα συνέγραψε αναφορικά με τα γεγονότα της εποχής το έργο «Η ιστορία ενός εγκλήματος» (Histoire d’un crime, Α’ μέρος 1877 , Β’ μέρος 1878). Το 1853 κυκλοφορεί και την ποιητική του συλλογή «Τιμωρίες» (Les Châtiments) όπου με λυρισμό επαγγέλλεται το θρίαμβο της παγκόσμιας δημοκρατίας.

Έζησε για δύο χρόνια στο βρετανικό νησί Τζέρσευ, όπου εμπνεύστηκε τα έργα του «Το Τέλος του Σατανά» (La fin de Satan) και Θεός (Dieu), όπου στο πρώτο μεν πραγματεύεται το πρόβλημα του Κακού και στο δεύτερο το πρόβλημα του Απείρου. Και τα δύο εκδόθηκαν μεταθανάτια και έχουν τη μορφή αποκαλυπτικών οραμάτων κινούμενα από τη λανθάνουσα τάση του Ουγκώ για ποίηση σε φόρμα ενόρασης.

Το 1855 μετέβηκε στο γειτονικό νησί Γκέρνσεϋ, όπου και συγγράφει την ποιητική συλλογή «Ο Θρύλος των Αιώνων» (La Légende des Siècles, 1859) και ολοκληρώνει το αριστούργημά του «Οι Άθλιοι» (Les Misérables, 1862). «Οι Άθλιοι» θεωρήθηκε ως το πρώτο μοντέρνο μυθιστόρημα. Σε αυτό το έργο, το οποίο δούλευε περίπου από το 1828, ο Ουγκώ αποτυπώνει μισό αιώνα γαλλικής ιστορίας. Αποτελεί μία επική “τοιχογραφία” των μεγάλων γεγονότων της Γαλλίας συνδυαζόμενων με την ιστόρηση ενός μεγάλου έρωτα. Το βιβλίο δεν ενθουσίασε τον κύκλο των διανοουμένων κριτικών, ενώ περιλήφθηκε από τον Πάπα Πίο ΙΔ’ στον κατάλογο των απαγορευμένων βιβλίων.

Το ξέσπασμα του Γαλλοπρωσικού Πολέμου τον οδηγεί στην επιστροφή του στη Γαλλία τον Αύγουστο του 1870, και λίγο μετά παραιτείται από βουλευτής. Ακολουθούν η πολιορκία των Παρισίων και η ήττα της Γαλλίας και ο  Ουγκώ απομακρύνεται και πάλι από την πατρίδα του το 1871 κατά τη διάρκεια της επικράτησης της Παρισινής Κομμούνας και παραμένει στις Βρυξέλλες και το Λουξεμβούργο. Στις 30 Ιανουαρίου 1876 ο Βίκτωρ Ουγκώ ονομάζεται ισόβιος Γερουσιαστής από τη Γαλλική Δημοκρατία. Την τελευταία αυτή πολιτική περίοδο της ζωής του γίνεται το είδωλο της ριζοσπαστικής αριστεράς. Ο ίδιος ήταν πλέον οπαδός ενός ουτοπικού σοσιαλισμού πιστεύοντας στην κοινωνική συμφιλίωση και την ειρηνική επίλυση των κοινωνικών προβλημάτων, σε σχέση με την επαναστατική βία. Θεωρούσε ότι ο ατομικός δρόμος προς την ηθική τελείωση, προς την καλοσύνη οδηγεί στη “σωτηρία” του ατόμου και της κοινωνίας.

Ο ορθολογισμός του Ουγκώ μπορεί να επισημανθεί σε ποιήματα όπως το «Torquemada» (1869), για το θρησκευτικό φανατισμό), και το «Le Pape» (1878) έντονα αντικληρικό. Επίσης στο ποίημα «Religion et Religions» (1880), αρνείται τη χρησιμότητα των εκκλησιών. Τα δημοσιευμένα μεταθανάτια του ποιήματα, «La fin de Satan» (1886) και «Dieu» (1891)  στα οποία αντιπροσωπεύει το χριστιανισμό ως “Γρύπα” μυθικό πλάσμα με σώμα λιονταριού, κεφάλι και φτερά αετού και τον ορθολογισμό των παρουσιάζει  ως άγγελο.

Ο Βίκτωρ Ουγκώ πέθανε στις 22 Μαΐου 1885 σε ηλικία 83 ετών έχοντας λάβει εν ζωή σπάνια δόξα για πνευματικό δημιουργό. Ανακηρύχθηκε εθνικό πένθος στη Γαλλία και την ημέρα της κηδείας του την 1η Ιουνίου περίπου 2.000.000 άνθρωποι συνόδευσαν τον επιφανή νεκρό από την Αψίδα του Θριάμβου στο Πάνθεον, το οποίο ορίστηκε ως τελευταία του κατοικία. Στην Ελλάδα πραγματοποιήθηκαν τελετές τιμής προς τον μεγάλο λογοτέχνη ισάξιες με αυτές που έλαβε στη Γαλλία.